HIDE

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

HIDE_BLOG

Breaking News

latest

INTER SACRUM SAXUMQUE (Ανάμεσα στο Ιερό και στον Ιερό Λίθο – μεταξύ σφύρας και άκμονος)

γράφει ο Ιστορικός ερευνητής "Επιχείρησης Καλάβρυτα" Δημήτρης Κανελλόπουλος Φθάνει λίγο να ξύσεις την απατηλή, αστραφ...



γράφει ο Ιστορικός ερευνητής "Επιχείρησης Καλάβρυτα"
Δημήτρης Κανελλόπουλος
Φθάνει λίγο να ξύσεις την απατηλή, αστραφτερή επιφάνεια του «πολιτισμένου» ανθρώπου, για να αναδυθεί, από κάτω, ιταμή, απειλητική, ή παγερή γκριμάτσα του προαιώνιου θηρίου της λόγχης. Άτομα, κοινωνικές ομάδες, έθνη, κράτη και λαοί, με κόπο κρύβουν, πίσω από τη μάσκα της αγαστής κοινωνικότητας, τα ερεβώδη, ακατανίκητα ορμέμφυτα, που, πάντα, κυβερνούν τον κόσμο: Την αδιάλλακτη παρόρμηση της αυτοσυντηρήσεως, την αμείλικτη συνδιαλλαγή στο νόμο του ισχυροτέρου, την αδυσώπητη ροπή, προς την εκμηδένιση, το φόνο, την αρπαγή και την καταστροφή. Ακριβώς, το βίαιο, απροσχημάτιστο, κι ομαδικό ξεγύμνωμα όλων αυτών των αναπότρεπτων ενστίκτων, λέγεται πόλεμος. Κι η εξαπόλυσή του, η μακάρια πορεία του δεν ξυπνά μονάχα την έντονη διέγερση των συναισθημάτων του πόνου, της φρίκης και της φιλανθρωπίας. Προπαντός, σηκώνει ουρανόφθαστη την πελώρια θλίψη: πώς, με την πρώτη ριπή του κακού ανέμου, καταρρέει, σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, σαν άθυρμα παιδικό, το «θαυμαστό» οικοδόμημα του πανανθρώπινου πολιτισμού… «Τοιαύθ’ ο τλήμων πόλεμος εξεργάζεται», καθώς θρηνούσε ο Ευριπίδης, στις Ικέτιδες: Ένα τραγικό αμητό από θηριωδίες, απανθρωπίες, εγκλήματα, παραφροσύνες. Κι ακόμη, ένα ατέλειωτο πλέγμα, από δραματικά διλήμματα, για όσους είναι υποχρεωμένοι, από τα αδήριτα γεγονότα, να τακτοποιήσουν, σε δύσκολες στιγμές, τη στάση της συνειδήσεώς τους.
Ήλθε, τελευταία, πάλι στο προσκήνιο της επικαιρότητος για τα πενήντα χρόνια από το Καλαβρυτινό Ολοκαύτωμα. Ανέκυψε φυσικό το ερώτημα, για μια ακόμη φορά: Δικαιούνται οι αντάρτες να κτυπούν μέλη των στρατευμάτων κατοχής, όταν ξέρουν πως αθώοι συμπατριώτες τους θα πληρώσουν για το πλήγμα; Δικαιούνται να κρύβονται στην ανωνυμία και την ασφάλεια, πίσω από ανύποπτους πολίτες; Αλλά, από την άλλη πλευρά: έχουν το δικαίωμα οι αρχές κατοχής να τιμωρούν ασχέτους, με το φόνο των στρατιωτών τους ανθρώπους; Έχουν καν το δικαίωμα να προβαίνουν σε αντίποινα και, μάλιστα, σε ομαδικές, άνευ δίκης, εκτελέσεις;
Το θέμα είναι πολύπλευρο. Και, ως ένα ορισμένο μόνο σημείο, διέπεται από κανόνες, που έγιναν διεθνώς αποδεκτοί όπως, οι συμβάσεις της Χάγης του 1899 και 1907. Θα μπορούσε, όμως, με αντικειμενικότητα, μακριά από προκαταλήψεις και πάθη, που δεν δικαιολογούνται, άλλωστε, σε μια ψύχραιμη ορθολογική ανάλυση, ούτε τόσα χρόνια ύστερα από τη λήξη του πολέμου, να στοιχειοθετηθεί μία διερεύνησή του ως εξής: Η κατάληψη εχθρικού εδάφους από εμπόλεμο –η OCCUPATIO BELLICA– αναγνωρίζεται νομικά, από το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο. Τα στρατεύματα κατοχής υπεισέρχονται στα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του τέως κυριάρχου κράτους, που ηττήθη. Οι κατακτηταί, συνεπώς, έχουν το δικαίωμα, κατά το Διεθνές Δίκαιο, να λαμβάνουν όλα τα μέτρα προς τήρηση της τάξεως, «τόσον προς το συμφέρον του ειρηνικού πληθυσμού, όσον και προς το συμφέρον του στρατού κατοχής», όπως ρητώς παρατηρούν οι συγγραφείς.
Το δικαίωμα, όμως, αυτό έρχεται, σε άμεση σύγκρουση προς ένα άλλο ηθικό δικαίωμα, αυτονόητο, που δεν χρειάζεται κανείς διεθνής νόμος, να το θεμελιώσει, αλλά και κανείς νόμος δεν μπορεί να το καταλύσει: την ελευθερία και την εξουσία του λαού μιας καταληφθείσης χώρας να πάρει τα όπλα, για την ανεξαρτησία της πατρώας γης. Και, εδώ, το χάσμα γίνεται ακόμη πιο αγεφύρωτο. Οι πατριώτες, που αναλαμβάνουν τον αγώνα εναντίον τού ξένου κατακτητού δεν μπορεί να τηρούν, παρά σπάνια, τους νόμους που διέπουν, κατά το διεθνές δίκαιο, τον πόλεμο μεταξύ συγκροτημένων στρατών. Μαχόμενοι στις πόλεις, δεν μπορεί να ντύνονται στολές, ούτε σταθερά διακριτικά σημεία, ορατά εξ αποστάσεως, όπως προβλέπουν, κατηγορηματικά, οι συμβάσεις της Χάγης, για τον εγγίζοντα εχθρό, έστω και αν δεν έχει, λόγω ελλείψεως χρόνου, στρατιωτικά οργανωθεί, θεωρείται εμπόλεμος και, συνεπώς, εφ’ όσον και ο ίδιος σέβεται τους κανόνες του πολέμου, πρέπει να τυγχάνει του ιδίου σεβασμού ως, ουσιαστικά, μάχιμος. Αλλά τα μικρά κράτη δεν θέλησαν τότε να επιτρέψουν τη λύση με διεθνή συμφωνία και του συναφούς ζητήματος, τι θα ισχύσει στην περίπτωση που δεν πρόκειται να αποκρουσθούν εισβάλλοντα στρατεύματα, αλλά στρατεύματα που έχουν, ήδη, καταλάβει την χώρα. Κι αυτό για να μην αναγκασθούν να παραιτηθούν ενδεχομένως από το δικαίωμα του λεγόμενου «πάνδημου συναγερμού» της ελεύθερης, δηλαδή, κι αδέσμευτης από τύπους λαϊκής εξεγέρσεως, κατά του κατακτητού, στα κατειλημμένα εδάφη.
Υπό τις συνθήκες όμως αυτές, όπως παρατηρούν έγκριτοι νομομαθείς, του διεθνούς Δικαίου, δεν υπάρχει θετικός κανόνας, που να εξασφαλίζει στον πληθυσμό εδαφών που έχουν καταληφθεί, χειρισμό από πλευράς στρατού κατοχής, σύμφωνο με τους νόμους και τα έθιμα του πολέμου, σε περίπτωση επιθέσεων κατά του εισβολέως. Το δίλημμα που προκύπτει από όλα αυτά, είναι αληθινά τραγικό. Και για τον μελετητή. Τι να δεχθεί; Πως δεν έχουν δικαίωμα να ξεσηκωθούν, με όλα τα μέσα και όλους τους τρόπους, θεμιτούς και αθέμιτους, οι πολίτες εναντίον των εισβολέων; Πως οι εισβολείς έχουν δικαίωμα να συγκρατήσουν την τάξη, απαντώντας με αθέμιτα στα αθέμιτα μέσα και να προστατεύουν πάση θυσία εαυτούς; Ή τι, τέλος πάντων; Ίσως, θα μπορούσε το πρόβλημα να βρει τη λύση του, με βάση τον διδασκόμενο, από μερικούς, διαχωρισμό των πολέμων σε δικαίους και αδίκους. Ο αδίκως επιτιθέμενος, τότε, δεν θα μπορούσε, οπωσδήποτε, να προβάλει το επιχείρημα πως έχει δικαίωμα να αμύνεται εναντίον των πράξεων εκείνων που αδίκησε. Ποιος, όμως, θ’ αποφάσιζε, για τον χαρακτηρισμό ενός πολέμου σαν δικαίου, ή αδίκου; Κινούμενοι όμως, πάλι, κατ’ αυτόν τον αναπόφευκτο τρόπο, δίνουν το νομικό δικαίωμα στο στρατό κατοχής να τους αντιμετωπίζει σαν αντάρτες και όχι κανονικούς μαχίμους. Να μην εφαρμόζει έναντί τους, τις υποχρεώσεις που έχουν καθιερωθεί για τη συμπεριφορά, προς τους αιχμαλώτους πολέμου. Και να προβάλλει επί πλέον, το επιχείρημα ότι μπορεί να στραφεί χωρίς περιορισμούς και κατά του περιβάλλοντος πληθυσμού (παρ’ όλον ότι εναντίον ειρηνικού πληθυσμού δεν επιτρέπεται πράξη πολέμου), αφού ο πληθυσμός αυτός, κατά τεκμήριον, δρα ως σύνολο, εναντίον του στρατού κατοχής, μέσω απροσδιορίστων προσώπων, που μάχονται εκτός των νόμων του πολέμου και καταφανώς τα καλύπτει.
Εδώ ανήκει το θέμα των αντιποίνων προς τους πολίτες, για πράξεις βίας ή φόνους, που διέπραξαν άλλοι άγνωστοι ομοεθνείς τους, εναντίον των στρατευμάτων κατοχής. Αντίποινα, κατ’ αρχήν, επιτρέπονται μόνον από κράτος προς κράτος. Αλλά, παράλληλα, υπάρχουν συμφωνίες, που επιτρέπουν την τιμωρία ακόμη και στρατιωτικών αιχμαλώτων, που παραβίασαν τους νόμους του πολέμου. Πολύ περισσότερο, –υποστηρίζεται από πολλούς– είναι θεμιτή η τιμωρία, από τις αρχές κατοχής, εκείνων που δρουν κατά παράβαση των νόμων του πολέμου, και, κατ’ επέκτασιν, εκείνων που τους περιθάλπουν ή τους υποθάλπουν. Βέβαια, οι γενικοί κανόνες του ανθρωπισμού, που, πάντοτε, παντού, πρέπει να πρυτανεύουν και να συμπληρώνουν κάθε υπάρχον κενόν δικαίου αποκλείουν τον φόνο ανθρώπων που, πιθανότατα, είναι αθώοι, για πράξεις που άλλοι διέπραξαν. Αλλά, από την άλλη πλευρά, αυτοί πού εκπροσωπούν την άποψη των στρατών κατοχής υποστηρίζουν πως η στοιχειώδης αυτοσυντήρηση επιβάλλει σκληρά μέτρα αμύνης. Γιατί, τι θα γινόταν αν έμεναν ατιμώρητες οι εκ των όπισθεν φονικές επιθέσεις εναντίον στρατιωτικών; Ο στρατός θα διελύετο χωρίς αντίσταση. Και κάτι τέτοιο είναι, φυσικά, αδύνατο και αδιανόητο.
Το θέμα έρχεται, σε μια εποχή επανακαθορισμού των διεθνών συσχετισμών δυνάμεων, με στόχο να ανατρέψει τις υπάρχουσες απόψεις. Οι ερμηνείες για τα πάσης φύσεως Ναζιστικά Ολοκαυτώματα, για να επιτύχει την επανεξέταση όλων όσων έχουν διατυπωθεί την τελευταία 50ετία σχετικά με τη μερική ή συνολική ενοχή των Γερμανών στα εγκλήματά τους κατά του άμαχου πληθυσμού στη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου. Οι έρευνες του Γκόλντχαγκεν, σε ένα θέμα διευθετημένο ιστορικά, προσπάθησαν να απαντήσουν στο ερώτημα: Πώς έγιναν τα Ολοκαυτώματα, η μεγαλύτερη ανθρώπινη θηριωδία του 20ου αιώνα. Η απάντηση τουΓκόλντχαγκεν στηρίζεται στη διερεύνηση όλων εκείνων των παραμέτρων που οδήγησαν τους Ναζί στα Ολοκαυτώματά τους, τη γερμανική κοινωνία που διέπει και καθορίζει την πολιτισμένη φυσιογνωμία της Γερμανίας τους τελευταίους δυο αιώνες. Στις εξακόσιες σελίδες της διατριβής του ο Γκόλντχαγκεν αποδεικνύει ότι δεν ήταν οι φανατισμένοι άνδρες των SS ή τα μέλη του Εθνοσοσιαλιστικού κόμματος που διέπραξαν τα Ολοκαυτώματα στα διάφορα μέρη της Ευρώπης και στα Καλάβρυτα, αλλά απλοί Γερμανοί αξιωματικοί και στρατιώτες, από όλες τις κοινωνικές τάξεις που πρόθυμα εντάχτηκαν στη Ναζιστική Βέρμαχτ, που χρησιμοποίησαν αβίαστα βία και πραγματοποίησαν τα Ολοκαυτώματα. Από προσωπική επιθυμία και φθόνο αφαίρεσαν ανθρώπινες ζωές και όχι επειδή τους είχε επιβληθεί με εντολές του Χίτλερ.
Οι στρατιώτες της Βέρμαχτ που διέπραξαν τα Ολοκαυτώματα ήταν ενήμεροι ότι μπορούσαν να αρνηθούν το φόνο αθώων πολιτών χωρίς να υποστούν τιμωρία, ούτε επειδή εκτελούσαν διαταγές (άποψη που υποστήριξε το περίφημο ΠΕΙΡΑΜΑ ΥΠΟΤΑΓΗΣ του Στάνλεϊ Μίλγκραμ στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ) μήτε βέβαια εξαιτίας κάποιας κοινωνικής ψυχολογικής ή άλλης ισάξιας πίεσης, ή για κάποιους λόγους συναφείς με την αμφιλεγόμενη έννοια της κοινοτυπίας και του κακού. Η πράξη της εκτέλεσης του άμαχου πληθυσμού, τα Ολοκαυτώματα, ήταν αποτελέσματα ενός στέρεου, βαθιά ριζωμένου μίσους που διακατείχε τους Ναζί καιτ ους έκανε να θεωρούνδαιμόνιο εχθρό κάθε άτομο ή κοινωνικό σύνολο που δρούσε ενάντια στη φιλοσοφία του ναζιστικού εθνοσοσιαλισμού και της υπεροχής της Αρείας φυλής, ο εξαφανισμός του οποίου ήταν όχι μόνο αναγκαίος αλλά και ορθός.
Είναι λάθος, ισχυρίζεται ο Γκόλντχαγκεν, να χρησιμοποιούμε για τους συμμετάσχοντες στις μαζικές εκκαθαρίσεις άμαχου πληθυσμού ετικέτες, όπως Ναζί ή άνδρες των SS και SD. Ο σωστός προσδιορισμός είναι Γερμανοί απλοί πολίτες- φαντάροι, που εκτελούσαν εν ονόματι της Γερμανίας και του Αρχηγού της Αδόλφου Χίτλερ κάθε απάνθρωπη εντολή. Το μίσος εναντίον όσων αντιτάσσονταν κατά του Χιτλερικού Εθνοσοσιαλισμού, ήταν εδραιωμένο στη συνείδηση των Γερμανών της Βέρμαχτ, και το έδαφος ήδη πρόσφορο, χωρίς εστίες αντίδρασης. Η άνοδος του Ναζισμού και η εφαρμογή της Επιχείρησης εξόντωσης του άμαχου πληθυσμού με το πρόσχημα της ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ήταν μια πολιτική εγκληματική ναζιστική επιχείρηση και όχι επιχείρηση αντιποίνων, τονίζει ο Γκόλντχαγκεν.
Ο Γκόντχαγκεν αναλύει τα μέτρα και τη φιλοσοφία που χρησιμοποίησε η Βερμαχτ για να στηρίξει την πολιτική της εξόντωσης, του χαρακτήρα και της εξέλιξης της ναζιστικής εφόδου, των μηχανισμών αυτής της πρωτοφανούς εξόντωσης του άμαχου πληθυσμού. Τα Ολοκαυτώματα ήταν προσχεδιασμένη Γερμανική Επιχείρηση, καταλήγει ο καθηγητής Γκόλντχαγκεν. Οι αποφάσεις, ο σχεδιασμός, οι οργανωτικοί πόροι και η πλειοψηφία της συμμετοχής στα Ολοκαυτώματα δεν ήταν μια απλή υπόθεση αντιποίνων αλλά μια ψυχρή προμελετημένη και προσχεδιασμένη στρατιωτική επιχείρηση με πολιτικές προεκτάσεις.
Αν δεν υπήρχαν Γερμανοί δεν θα υπήρχαν Ολοκαυτώματα.
Η αρχή της «συλλογικής τιμωρίας» αποτέλεσε τη βάση των προσπαθειών της Βέρμαχτ για την αποδυνάμωση της αντίστασης στις χώρες της κατοχής. Ήδη από το 1941 το Ανώτατο Αρχηγείο του Γερμανικού Στρατού είχε βγάλει μια διαταγή που έλεγε πως κάθε πράξη αντίστασης δεν θα ’πρεπε να αντιμετωπίζεται με ατομική τιμωρία του ενόχου, αλλά με συλλογικά αντίποινα. Η διαταγή αυτή βασιζόταν στην αυθαίρετη ερμηνεία που οι στρατηγοί του Χίτλερ είχαν δώσει στους περί πολέμου κανονισμούς της Χάγης και η οποία έλεγε πως μια δύναμη κατοχής έχει το δικαίωμα να εκτελεί όχι μόνο κάθε συλλαμβανόμενο παρτιζάνο, αλλά και πρόσωπα ή ομάδες προσώπων που κατά τη γνώμη της συνεργάζονται άμεσα ή έμμεσα με ανταρτικές ομάδες ή για όποιους υπάρχει απλώς και μόνον η υποψία υποστήριξης προς τους αντάρτες. Η καταστροφή λ.χ. της πόλης των Καλαβρύτων το Δεκέμβρη του ’43 και η σφαγή του άρρενος πληθυσμού της αποτελεί ένα από τα πιο φρικιαστικά παραδείγματα «συλλογικής τιμωρίας» στ’ αντίποινα για πράξεις ανταρτών.
Η Βέρμαχτ πίστευε πως με τα αντίποινα σε βάρος του άμαχου πληθυσμού σε χώρες όπως η δική μας θα τρομοκρατούσε το λαό και θα τον κρατούσε μακριά από το ανταρτικό κίνημα. Μια διαταγή του Αρχηγείου της Βέρμαχτ το 1943 έλεγε πως «ο τρόμος μπροστά στα αντίποινα των γερμανικών δυνάμεων πρέπει να ’ναι μεγαλύτερος από τις απειλές των ανταρτών». Όμως γρήγορα η πράξη ανάγκασε τη Βέρμαχτ ν’ αναθεωρήσει την τακτική της. Η συλλογική τιμωρία του άμαχου πληθυσμού όχι μόνο δεν μπόρεσε να τρομοκρατήσει τους κάτοικους των κατεχόμενων εδαφών και να τους αποκόψει από το αντιστασιακό κίνημα, αλλά αντίθετα δυνάμωσε το μίσος ενάντια στη δύναμη κατοχής και πύκνωσε τις γραμμές των παρτιζάνων. Η Βέρμαχτ αναδιοργανώθηκε στον τομέα αυτό. Συστάθηκαν «κέντρα» επιτελικά για την καταπολέμηση των ανταρτικών ομάδων, ιδρύθηκαν μικρές και ευέλικτες ομάδες καταδρομών και οργανώθηκε δίκτυο πληροφοριών ειδικά για τις κινήσεις των τμημάτων των παρτιζάνων.
Ξεχωριστή θέση κατέχει η συγκρότηση των «Ταγμάτων Ασφαλείας», που είχαν χαρακτήρα καθαρά αντιανταρτικό και αντικομμουνιστικό. Με τη δημιουργία των Ταγμάτων των Ευζώνων οι Γερμανοί δεν επεδίωκαν μόνο την κάλυψη των κενών που παρουσίαζε από άποψη στρατιωτικής παρουσίας η Βέρμαχτ στην Ελλάδα, αλλά έθεταν σε εφαρμογή ένα καλά μελετημένο σχέδιο διάσπασης τον πληθυσμού σε εθνικόφρονες και κομμουνιστές. Επρόκειτο για γερμανική εισαγωγή της βρετανικής αρχής του Divite et Inpera στον ελλαδικό χώρο.
Η σφαγή του ανδρικού πληθυσμού της πόλης των Καλαβρύτων στις 13 Δεκέμβρη 1943 και οι επιπτώσεις της πάνω στον υπόλοιπο πληθυσμό αποτέλεσαν μια πρόσθετη απόδειξη της αποτυχίας της αρχής της «συλλογικής τιμωρίας». Οι ίδιοι οι Γερμανοί είδαν την «περίπτωση Καλάβρυτα» σαν ένα πολιτικό σφάλμα. Στο απόρρητο έγγραφο του Στρατιωτικού Διοικητή Ελλάδας Στρατηγού Σπάιντελ που δημοσιεύουμε – γραμμένο τρεις βδομάδες μετά το δράμα – γίνεται μια πρώτη ανάλυση των πολιτικών επιπτώσεων της σφαγής και ρίχνεται φως τόσο στο ρόλο των «Ταγμάτων Ασφαλείας» όσο και στη διαιρειστική πολιτική της Βέρμαχτ πάνω στον ελληνικό πληθυσμό.
Δημήτρης Κανελλόπουλος

1 σχόλιο

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Ακολουθήστε το kalavrytanews.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Ακολουθήστε το ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ-NEWS σε Instagram, Facebook και Twitter.