Απεβίωσε ο ΛΥΜΠΕΡΗΣ του Παναγιώτη ΓΕΩΡΓΙΟΣ [1933-2025] Υπήρξε κι αυτός, όπως άλλωστε και εκατοντάδες συμπατριώτες του, θύμα της ναζιστικής ...
Υπήρξε κι αυτός, όπως άλλωστε και εκατοντάδες συμπατριώτες του, θύμα της ναζιστικής θηριωδίας.
Στις 13-12-1943 ο πατέρας του Παναγιώτης, οι θείοι του: Γρηγόρης και Κωνσταντίνος Λυμπέρης και τα ξαφέλφια του: Περικλής, Γιώργος (του Κωνσταντίνου), Θανάσης και Γιώργος (του Γρηγορίου) εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς στη Λάκα του Καπή μαζί με όλους τους συμπατριώτες του Καλαβρυτινούς.
Γεννήθηκε στα Καλάβρυτα το έτος 1933 απ’ τον Παναγιώτη Λυμπέρη, κρεοπώλη, και τη Δήμητρα Παπαδοπούλου απ’ τα Καστριά. Έχει ακόμη μία αδελφή, την Ελένη Λυμπέρη-Μαρίνη, Απεβίωσε πριν μια εβδομάδα και κηδεύτηκε στη γενέτειρά της τα Καλάβρυτα, ενώ η αδερφή του η Μαρία, πέθανε το 1936, νέα, από καλαζάρι. Το έτος 1976 παντρεύτηκε τη Μαρία Μαρκουλιδάκη από το Ρέθυμνο, Εκπαιδευτικό, και απέκτησαν δύο παιδιά, την Δήμητρα και τον Παναγιώτη. Εργάστηκε αρχικά στον Καναδά, όπου είχε μεταναστεύσει, και στη συνέχεια στην Ολυμπιακή Αεροπορία απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε.
Ο εκλιπών υπήρξε ένας αγνός και φλογερός πατριώτης Καλαβρυτινός!
. Αιωνία του η μνήμη!
Μαρτυρία του Λυμπέρη Γεωργίου (απόσπασμα)
"……..Το πρωί της Δευτέρας 13 Δεκέμβρη χτύπησαν οι καμπάνες της εκκλησίας. Κάποιος γείτονας ήρθε στα παράθυρα του σπιτιού μας και είπε ότι οι Γερμανοί είπανε να πάρουμε μια κουβέρτα και ψωμί μιας ημέρας και να πάμε στην πλατεία.
Πράγματι, ετοιμαστήκαμε, οι γονείς μου, ο πατέρας μου Παναγιώτης, η μητέρα μου Δήμητρα, η αδελφή μου η Ελένη κι εγώ καθώς και η οικογένεια του θείου μου του Γρηγόρη, αδελφού του πατέρα μου, η οποία απαριθμούσε εκτός της θείας μου και επτά παιδιά, πέντε κορίτσια και δύο αγόρια. Θυμάμαι που ο ξάδελφός μου ο Γιώργος ο Λυμπέρης, που ήταν δέκα επτά χρονών, μαθητής του Γυμνασίου, δεν ήθελε να έρθει, αρνιόταν κατηγορηματικά, παρά τις εκκλήσεις του πατέρα του. Και του ‘λεγε ο πατέρας μου:
«Έλα παιδί μου, πάμε»
«Θείε, μην πάμε θα μας σκοτώσουν», απαντούσε αυτός.
Εν τέλει ξεκινήσαμε όλοι και φτάνοντας στη διασταύρωση στο σπίτι του Αναστασοβίτη, οι Γερμανοί δεν μας άφησαν να πάμε προς την πλατεία αλλά μας κατηύθυναν αριστερά κάτω προς το σχολείο. Και εκεί είδαμε πολλές οικογένειες που ανεβαίναμε στις σκάλες και περνάγανε μέσα στο διάδρομο. Εκεί ήταν ένας ψηλός Γερμανός, μέχρι δυο μέτρα. Στον αριστερό του ώμο είχε το όπλο του και με το δάχτυλο του δεξιού του χεριού και με τη φράση:
«κομ, κομ- κομ, κομ»
έδειχνε πότε δεξιά και πότε αριστερά, ποιοι με τους άντρες και ποιοι με τα γυναικόπαιδα. Στη συνέχεα μπήκαμε μέσα –αριστερά-στην πρώτη αίθουσα και μετά περάσαμε στη δεύτερη αίθουσα και οι δύο οικογένειες του θείου μου του Γρηγόρη και η δική μας και είμαστε μαζί. Εκεί μέσα ήλθε και μια γυναίκα από τους Ρογούς που την είχαν αγγαρέψει οι Γερμανοί να μεταφέρει κάτι πράγματα με το γαϊδουράκι της. Μόλις είδε τη θεία μου την Γρηγόραινα, η οποία ήταν από τους Ρογούς, της λέει:
«Ελένη, τους σκότωσαν όλους στο χωριό»
«και τον πατέρα μου;» ρωτάει η θεία μου
«Ναι, και τον πατέρα σου», απάντησε εκείνη.
Δεν μιλήσαμε περαιτέρω, για να μη δημιουργηθεί πανικός.
Εντωμεταξύ οι αίθουσες είχαν γεμίσει ασφυκτικά και ανοίξανε τα παράθυρα να πάρουμε αέρα. Τα μικρά παιδιά άρχισαν κλαίνε, οι γυναίκες να διαμαρτύρονται. Τότε, θυμάμαι ότι άρχισε η Κική η Μανδηλοπούλου και να διαβάζει αποσπάσματα από την Αγία Γραφή και να ψέλνει διάφορα τροπάρια και άλλα τέτοια προφανώς, για να μας παρηγορήσει να μας εμψυχώσει. Τα παράθυρα του σχολείου ήσαν στενά και ψηλά δεν μπορούσαμε να δούμε τι γινόταν έξω. Μόνο καπνούς βλέπαμε. Θυμάμαι τη μητέρα μου όμως που κάποια στιγμή φώναξε:
«Αυτά τα ρούχα είναι δικά μου».
Τι είχε συμβεί. Πέρασε απ’ έξω ένα Γερμανικό αυτοκίνητο γεμάτο ρούχα με κατεύθυνση προς το σταθμό και κάποια τ’ αναγνώρισε. Οι Γερμανοί φαίνεται ότι είχαν επιδοθεί στο πλιάτσικο.
Στη συνέχεια οι αίθουσες ντουμάνιασαν από καπνό και κλείσαμε τα παράθυρα.
«Μας καίνε», ακούστηκε μια φωνή.
Με το «μας καίνε» που είπανε, ορμάνε οι γυναίκες πάνω στην πόρτα της πρώτης αίθουσας και προσπαθούσαν να την ανοίξουν τραβώντας την προς τα μέσα, ενώ ένας Γερμανός απ’ έξω με το όπλο στο χέρι προσπαθούσε να τις εμποδίσει. Τότε με πήρε η μητέρα μου και με ανέβασε σ’ ένα παράθυρο και αυτή ανέβηκε στο διπλανό (τα παράθυρα αυτά «βλέπανε» στον εξωτερικό διάδρομο) και πήδηξε έξω. Απέναντι από το παράθυρο στεκόταν ακουμπισμένος στα κάγκελα ένας Γερμανός άοπλος που φορούσε τζόκεϊ. Μόλις με είδε ανεβασμένο στο παράθυρο, ήρθε προς το μέρος μου, να με κατεβάσει. Αλλά τον πρόλαβε η μητέρα μου και μ’ άρπαξε:
«το παιδί μου», ξεφώνησε.
Ο Γερμανός οπισθοχώρησε και ξαναπήγε στα κάγκελα. Φαινόταν ότι τα είχε χαμένα γι’ αυτά που συνέβαιναν.
Και εν συνεχεία, ήρθε και η αδελφή μου και βγήκαμε από την πόρτα που μπήκαμε, την κύρια πόρτα του σχολείου. Και μου λέει η μάνα μου:
«έλα μαζί μου να πάμε στο σπίτι»
Εγώ δεν την άκουσα, γιατί είχα τόσο πολύ φοβηθεί, τόσο πολύ τρομοκρατηθεί, που το ‘βαλα στα πόδια. Πήγα να περάσω το ποτάμι, ξερολάγκαδο αλλά από απέναντι έρχονταν μια ομάδα Γερμανών. Μόλις είχαν βάλει φωτιά στα σπίτια του Μπαλαλά, του Βαρελά και πιο πάνω του Πεντζιά. Και θυμάμαι που και ένας εξ αυτών ήταν με ένα μυδράλιο και μας έβλεπε στην απέναντι όχθη και γέλαγε. Φεύγω τρέχοντας προς τα κάτω περνάω το μεγάλο γεφύρι, βγαίνω απέναντι στον Αϊ Θεόδωρο και από εκεί το κόβω και φτάνω στα μεγάλα αμπέλια. Ανεβαίνοντας στο τούμπι (εκεί στου Τάγαρη) που ‘βλεπε προς τον κάμπο της Βυσωκάς είδα πολλούς Γερμανούς που συγκεντρώνονταν εκεί πέρα. Πανικοβλήθηκα και κατεβαίνοντας προς τα «τρία πηγάδια», είδα και άλλους Γερμανούς μες στου Τσαρουχά το χωράφι που είχαν αναποδογυρίσει κάτι κυψέλες κι έκοβαν, θυμάμαι, το μέλι και το ‘ριχναν στα κράνη τους. Μη έχοντας τι άλλο να κάνω μπήκα μες στο νερό -μέχρι το γόνατο μ’ἐφτανε-και παρέμεινα εκεί έως ότου φύγανε και τότε βγήκα κι επέστρεψα τρέχοντας στον Αϊ Θεόδωρο. Από εκεί τραβάω για τα Καλάβρυτα. Στο δρόμο συνάντησα μια γυναίκα-υπηρέτρια κάποιου διευθυντή Τραπέζης-η οποία έκλαιγε και φώναζε.
«Τι έγινε; τι έγινε;» τη ρωτάω
«Αχ», μου λέει, «παιδί μου, τους σκότωσαν όλους επάνω στου Καπή τη λάκα».
Εγώ δεν κατάλαβα ούτε ήξερα βεβαίως ποια ήταν του «Καπή η λάκα». Έφυγα από κει, προχώρησα δεξιά και μέσα από τα χωράφια έφτασα στο σπίτι μας. Είχανε καεί όλα τα σπίτια στη γειτονιά. Μόνο η αποθήκη μας καιγότανε ακόμη. Φεύγω προς τα πάνω αναζητώντας τώρη τη μητέρα μου και την αδελφή μου. Δεν μπόρεσα να περάσω, γιατί καιγότανε το σπίτι του Ντάνου. Γύρισα πίσω και απ’ άλλο δρόμο έφτασα στο Γυμνάσιο.
Εκεί είδα τη μητέρα μου που κατέβαινε από την εκτέλεση, πιασμένη αγκαζέ από την Ευτυχία την Γεωργακοπούλου, που ήταν γειτόνισσά μας και την αδερφή μου, την Ελένη. Μόλις με είδε μου λέει:
«Έλα να δεις για τελευταία φορά τον πατέρα σου».
Το νεκρό πατέρα μου τον είχαν μεταφέρει από την εκτέλεση και τον είχαν βάλει σκεπασμένο με μια ματωμένη κουβέρτα δίπλα από την πόρτα της εκκλησίας των Αγίων Πάντων. Τον ξεσκέπασε. Σοκαρίστηκα. Μια σφαίρα τον είχε πάρει στο αριστερό του μάτι και πουθενά αλλού.
Στη συνέχεια ανηφόρισαν για την εκτέλεση, για να κουβαλήσουν και το νεκρό αδελφό της Ευτυχίας, τον Ντίνο. Πήραν και εμένα μαζί τους. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Μόλις κοντά εκεί πάνω, λέει η Ευτυχία απευθυνόμενη στη μητέρα μου:
«Τώρα για να τον πάμε κάτω θα μας πιάσει βράδυ. Λέω, παιδί μου, να τον αφήσουμε απόψε εδώ. Ερχόμαστε πάλι αύριο και τον μεταφέρουμε»
Θυμάμαι, για να πλησιάσουμε εκεί που είχε εκτελεστεί ο Ντίνος, στρώμα οι σκοτωμένοι. Τι πτώματα πηδήσαμε, σε τι άψυχα κορμιά και αίματα πατήσαμε. Φρίκη! Είδα τον Ντίνο. Είχε σπασμένο το ένα του πόδι. Τον σκεπάσαμε με το παλτό του και φύγαμε. Ήρθαμε κάτω.
Το βράδυ ξενυχτήσαμε στην καλύβα του Φιλιππακά, όπως μας υπέδειξε για μεγαλύτερη ασφάλεια ο Μήτσος ο Μαρκόπουλος. Εκεί περάσαμε το βράδυ μαζί με την οικογένεια του θείου μου του Γρηγόρη και μερικές άλλες οικογένειες. Στρωματσάδα κοιμηθήκαμε. Οι μητέρες μας κλαίγανε βουβά, με τον πόνο της η κάθε μία. Ο Μήτσος ο Μάρκος δεν ήρθε μαζί μας, αλλά πήγε και κοιμήθηκε κάτω από μια πατουκλιά, σε ένα χαντάκι μέσα, πιο πέρα εκεί που είναι το γήπεδο σήμερα. Αυτός άκουσε το πρωί κατά στις 5:00 τους Γερμανούς να έρχονται από τη Βυσωκά μέσω του δημόσιου δρόμου και της Καλαβρυτινής και να πηγαίνουνε για τη Λαύρα. Ήρθε σιγά - σιγά και μας είπε:
«Μη μιλάτε και τα παιδιά να μη μιλήσουν καθόλου, διότι οι Γερμανοί περνάνε και πηγαίνουνε στην Λαύρα».
Εμείς ξυπνήσαμε, ακούσαμε το θόρυβο των Γερμανών που περπατούσαν με τις μπότες και ως επίσης και τα μουλάρια που είχανε μαζί τους, δεν βγάλαμε άχνα.
Μόλις φώτισε, η μητέρα μου με άλλες γυναίκες φύγανε για την εκτέλεση. Εμείς με τα ξαδέρφια μου και άλλα γειτονόπουλα μείναμε εκεί που βρίσκεται ο συνεταιρισμός σήμερα. Θα ‘ταν η ώρα 10 με 11 όταν ακούσαμε το θόρυβο ενός αεροπλάνου που γύρναγε πάνω από τα Καλάβρυτα. Εκεί που το χαζεύαμε κάποιο παιδί από την παρέα φώναξε:
«Γερμανοί, έρχονται Γερμανοί».
Μόλις τους είδαμε κοκαλώσαμε. Ερχόσαντε από την Αγία Λαύρα. Πέρασαν μέσα από το χωράφι του Κόκκινου, μαζί με τα μουλάρια τους. Θυμάμαι που στην παρέα μας είχαμε και ένα σκυλί. Ένας Γερμανός, μόλις το είδε, κοντοστάθηκε, έβγαλε το πιστόλι του και το σημάδευσε και του ‘ριξε μια σφαίρα. Το πήρε λοξά και άρχισε να γαβγίζει και έφυγε. Εμείς φοβηθήκαμε τόσο πολύ που μας κόπηκε η αναπνοή. Αυτοί περάσανε και φύγανε και πήγανε προς τη Βυσωκά. ..."
Μαρτυρία από το βιβλίο: «ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ 13-12-43 – Στα μονοπάτια της μνήμης», Καλάβρυτα 2011, εκδόσεις του Δημοτικού Μουσείου Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος facebook.com/dmko.gr/



Δεν υπάρχουν σχόλια