Αφήγηση Ευριπίδη Νικολάου Εισαγγελέας Εφετών επι τιμή Ο Εισαγγελέας επαρχιακού Πρωτοδικείου της Πελοποννήσου είχε μεταβεί στην υπηρεσία τ...
Εισαγγελέας Εφετών επι τιμή
Ο Εισαγγελέας επαρχιακού Πρωτοδικείου της Πελοποννήσου είχε μεταβεί στην υπηρεσία του πολύ πρωί, όταν ακούστηκαν δειλά χτυπήματα στην πόρτα του Γραφείου. Η πόρτα άνοιξε και εισήλθε σ΄ αυτό μια νέα, όμορφη γυναίκα, γύρω στα τριάντα με ενδυμασία που παρέπεμπε σε αγροτικές εργασίες, φανερά ανήσυχη και τρομαγμένη.
«Ορίστε κυρία μου τι σας συμβαίνει;» το κλασικό ερώτημα.
«Δίστασα πολύ να χτυπήσω αυτή την πόρτα κύριε, αλλά δεν άντεξα άλλο. Ένα κακός άνθρωπος έχει κάνει τη ζωή κόλαση».
«Δηλαδή τι εννοείτε, ποιος είναι αυτός;»
«Ο… Γυναικολόγος…αυτός με παρενοχλεί συνεχώς και δεν με αφήνει σε χλωρό κλαρί…»
Ο Εισαγγελέας φαντάστηκε ότι η γυναίκα βίωνε κάποια ιατρική περιπέτεια και ρώτησε τι πρόβλημα έχει με τον …γιατρό. Εκείνη κομπιάζοντας τον διόρθωσε: «Δεν καταλάβατε κύριε, πως να το πω…ο γυναικολόγος δεν είναι γιατρός αλλά ο …αγροφύλακας της περιοχής. Αυτό είναι το παρατσούκλι του. Έτσι τον φωνάζουν όλοι στα χωριά αφού όλο με γυναίκες ασχολείται και όχι με την δουλειά του…».Η Γυναίκα βλέποντας το ενδιαφέρον του δικαστικού ηρέμησε αι άρχισε να περιγράφει το δράμα της.
Η ίδια ήταν χήρα. Ο άνδρας της είχε σκοτωθεί πριν λίγα χρόνια σε ατύχημα-επιβίωνε δε μεγαλώνοντας το κοριτσάκι τους, χάρη σε ένα μικρό αγρόκτημα και καμιά δεκαριά ζώα (γιδοπρόβατα) που φρόντιζε μέσα σ΄ αυτό νύχτα και μέρα. Δυστυχώς όμως είχε μπει στο στόχαστρο του αγροφύλακα της περιοχής, που δικαιώνοντας την φήμη του ως «γυναικολόγου», εμφανιζόταν καθημερινά στο κτήμα πιέζοντάς την επίμονα και με θράσος να συνάψει μαζί του ερωτικές σχέσεις. Όταν δε συνάντησε την σθεναρή άρνηση της τίμιας γυναίκας, άρχισε να απειλεί ευθέως ότι αν δεν ενέδιδε στις ανήθικες προτάσεις του, θα έβαζε μπροστά τι άλλο, την… Εξουσία του. «Θα σε ταράξω στις μηνύσεις και ότι έχεις θα γίνει αέρας, από τα πρόστιμα και τις αποζημιώσεις…» της διαμήνυσε, και επειδή η γυναίκα εξακολουθούσε να αντιστέκεται πραγματοποίησε την απειλή και κατάθεσε εναντίον της την πρώτη μήνυση. Έτσι η γυναίκα τρομοκρατημένη και σε απόγνωση κατέφυγε στη Δικαιοσύνη.
Ο Εισαγγελέας ζήτησε αμέσως από τον αγρονόμο, αντίγραφο της μήνυσης και πράγματι διαπίστωσε ότι ήταν «πυροβολισμός προς εκφοβισμό». Αφορούσε το αδίκημα της φθοράς δια ζώων χωρίς περιγραφή ζημιών αγροκτημάτων, αλλά και ζημιωθέντων. Ήταν εμφανής η σκοπιμότητά της.
Κατόπιν αυτού ζήτησε από τη γυναίκα να υπογράψει την καταγγελία για να κινηθεί η σχετική διαδικασία και να λογοδοτήσει ο υπαίτιος στη Δικαιοσύνη. Εκείνη τότε αντέδρασε έντονα. Με δάκρυα στα μάτια ικέτευε να μην γίνει κανένα δικαστήριο! Ντρεπόταν το χωριό, φοβόταν τους δικηγόρους, πίστευε ότι όλοι θα θεωρούσαν ότι εκείνη το προκάλεσε όντας νέα και χήρα και ότι ο…γυναικολόγος θα έβαινε τελικά…λάδι.
΄Ηταν φανερό ότι η γυναίκα δεν θα υπέγραφε την καταγγελία για όσα βίωνε, ωστόσο εναγωνίως ζητούσε βοήθεια από την Δικαιοσύνη. Πως όμως θα μπορούσε να βοηθηθεί, παρακάμπτοντας τις τυπικές δικονομικές διαδικασίες; Για άλλη μια φορά διαπιστωνόταν ότι η ζωή του δικαστικού είναι γεμάτη από διλήμματα και σταθμίσεις. Όποια και αν είναι η επιλογή του πάντα θα υπάρχει η αβεβαιότητα για το σωστό και το λάθος και η συνείδησή του πάντα δίπλα του θα τον αγριοκοιτάζει καχύποπτα σαν Καφκικός ανακριτής, ακόμα και αν τα πάντα συνομολογούν ότι έκανε το Σωστό!!!
Την άλλη μέρα το πρωί, κλήθηκε ο λεγάμενος να εμφανιστεί στην εισαγγελία. Κατέφθασε ένστολος και φανερά ανήσυχος. Ο εισαγγελέας κοφτά και χωρίς περιστροφές περιέγραψε τις καταγγελίες. Αυτός αντέδρασε ψελλίζοντας ότι η γυναίκα…τον εκδικείται για την μήνυση που της έκανε για τις ζημιές των ζώων της. Όταν όμως του επιδείχθηκε η αόριστη μήνυσή του και κλήθηκε να κατονομάσει τους ζημιωθέντες ιδιοκτήτες, τότε έχασε και την φωνή και το χρώμα του. Όταν δε του επισημάνθηκαν και οι συνέπειες παρόμοιων πράξεων δηλαδή όχι μόνο απόλυση, αλλά και φυλακή, τότε βγήκε από το γραφείο, τρεκλίζοντας σαν μεθυσμένος. Σε λίγες μέρες ο αγρονόμος πληροφόρησε τον εισαγγελέα ότι ο αγροφύλακας ζήτησε και έφυγε με μετάθεση για περιοχή της βόρειας Ελλάδας. «Μήπως συνεχίσει εκεί τις …γυναικολογικές του δράσεις». Το ανήσυχο ερώτημα. Ο αγρονόμος τον καθησύχασε ότι έχουν ενημερωθεί οι προϊστάμενοί του και θα είναι υπό παρακολούθηση. Πέρασαν κάποιοι μήνες όταν ο εισαγγελέας τυχαία συνάντησε την γυναίκα έξω από τον σταθμό του ΚΤΕΛ της πόλης, και την ρώτησε «όλα καλά;». Εκείνη με ένα μεγάλο χαμόγελο κούνησε πολλές φορές το κεφάλι της πάνω κάτω καταφατικά χωρίς να πει λέξη. Το λαμπερό της βλέμμα και το φωτεινό πρόσωπό της έδειχναν έναν άλλο άνθρωπο, από εκείνον που είχε μπει τρέμοντας εκείνο το πρωί στην υπηρεσία. Στην συνέχεια κρατώντας από το χέρι το κοριτσάκι της χάθηκε στο βάθος του λεωφορείου για το χωριό της.
Η παραπάνω αφήγηση δεν είναι μυθιστορική. Είναι γεγονότα που συνέβησαν πραγματικά και η επικαιρότητα τα αναβίωσε στη μνήμη του δικαστικού λειτουργού. Αποδεικνύεται δε από αυτά ότι «Τα άνθη του κακού» ανθίζουν σε όλα τα χωριά αρκεί να βρουν εύφορο και γόνιμο έδαφος. Δεν είναι ο θεατρικός,ο καλλιτεχνικός ή ο αθλητικός χώρος όπου εμφανίζονται τέτοια φαινόμενα κακοποιητικών συμπεριφορών, αλλά κάθε χώρος όπου η ψευδαίσθηση παντοδυναμίας ή αλαζονείας και η απληστία, εκτοπίζουν την ανθρωπιά και τον σεβασμό στην ύπαρξη ιδίως του αδύναμου και ευάλωτου άλλου.
Σε έναν τέτοιο χώρο θα βρεθούν όλα τα δομικά υλικά για να κτισθεί ο απεχθής αυτός ανθρωπότυπος, που πάντα υπάρχει αλλά σήμερα τον αναδεικνύει και τον φωτίζει η επικαιρότητα μετά την καταγγελία της Ολυμπιονίκου Σοφίας Μπεκατώρου.
Η Δικαιοσύνη οφείλει να είναι το πρώτο ανάχωμα στην αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων, μέσα από τις προστατευτικές αλλά και εγγυητικές της διαδικασίες για τους πολίτες. Δεν αρκεί όμως ένα ανάχωμα για να εκτραπεί ένας χείμαρρος και να γίνει ακίνδυνος. Απαιτείται καθολική αντίδραση κοινωνική αλλά και ατομική από κάθε ένα που θέλει όχι απλά να αποκαλείται, αλλά και να είναι άνθρωπος με ότι σημαίνει αυτή η λέξη. Ο Ιρλανδός φιλόσοφος Edmund Burke το διατύπωσε πριν τρεις αιώνες με απίστευτη ευστοχία: «…Το μόνο που χρειάζεται για να θριαμβεύσει το κακό, είναι να μην κάνουν τίποτα οι καλοί…»
Ο Εισαγγελέας επαρχιακού Πρωτοδικείου της Πελοποννήσου είχε μεταβεί στην υπηρεσία του πολύ πρωί, όταν ακούστηκαν δειλά χτυπήματα στην πόρτα του Γραφείου. Η πόρτα άνοιξε και εισήλθε σ΄ αυτό μια νέα, όμορφη γυναίκα, γύρω στα τριάντα με ενδυμασία που παρέπεμπε σε αγροτικές εργασίες, φανερά ανήσυχη και τρομαγμένη.
«Ορίστε κυρία μου τι σας συμβαίνει;» το κλασικό ερώτημα.
«Δίστασα πολύ να χτυπήσω αυτή την πόρτα κύριε, αλλά δεν άντεξα άλλο. Ένα κακός άνθρωπος έχει κάνει τη ζωή κόλαση».
«Δηλαδή τι εννοείτε, ποιος είναι αυτός;»
«Ο… Γυναικολόγος…αυτός με παρενοχλεί συνεχώς και δεν με αφήνει σε χλωρό κλαρί…»
Ο Εισαγγελέας φαντάστηκε ότι η γυναίκα βίωνε κάποια ιατρική περιπέτεια και ρώτησε τι πρόβλημα έχει με τον …γιατρό. Εκείνη κομπιάζοντας τον διόρθωσε: «Δεν καταλάβατε κύριε, πως να το πω…ο γυναικολόγος δεν είναι γιατρός αλλά ο …αγροφύλακας της περιοχής. Αυτό είναι το παρατσούκλι του. Έτσι τον φωνάζουν όλοι στα χωριά αφού όλο με γυναίκες ασχολείται και όχι με την δουλειά του…».Η Γυναίκα βλέποντας το ενδιαφέρον του δικαστικού ηρέμησε αι άρχισε να περιγράφει το δράμα της.
Η ίδια ήταν χήρα. Ο άνδρας της είχε σκοτωθεί πριν λίγα χρόνια σε ατύχημα-επιβίωνε δε μεγαλώνοντας το κοριτσάκι τους, χάρη σε ένα μικρό αγρόκτημα και καμιά δεκαριά ζώα (γιδοπρόβατα) που φρόντιζε μέσα σ΄ αυτό νύχτα και μέρα. Δυστυχώς όμως είχε μπει στο στόχαστρο του αγροφύλακα της περιοχής, που δικαιώνοντας την φήμη του ως «γυναικολόγου», εμφανιζόταν καθημερινά στο κτήμα πιέζοντάς την επίμονα και με θράσος να συνάψει μαζί του ερωτικές σχέσεις. Όταν δε συνάντησε την σθεναρή άρνηση της τίμιας γυναίκας, άρχισε να απειλεί ευθέως ότι αν δεν ενέδιδε στις ανήθικες προτάσεις του, θα έβαζε μπροστά τι άλλο, την… Εξουσία του. «Θα σε ταράξω στις μηνύσεις και ότι έχεις θα γίνει αέρας, από τα πρόστιμα και τις αποζημιώσεις…» της διαμήνυσε, και επειδή η γυναίκα εξακολουθούσε να αντιστέκεται πραγματοποίησε την απειλή και κατάθεσε εναντίον της την πρώτη μήνυση. Έτσι η γυναίκα τρομοκρατημένη και σε απόγνωση κατέφυγε στη Δικαιοσύνη.
Ο Εισαγγελέας ζήτησε αμέσως από τον αγρονόμο, αντίγραφο της μήνυσης και πράγματι διαπίστωσε ότι ήταν «πυροβολισμός προς εκφοβισμό». Αφορούσε το αδίκημα της φθοράς δια ζώων χωρίς περιγραφή ζημιών αγροκτημάτων, αλλά και ζημιωθέντων. Ήταν εμφανής η σκοπιμότητά της.
Κατόπιν αυτού ζήτησε από τη γυναίκα να υπογράψει την καταγγελία για να κινηθεί η σχετική διαδικασία και να λογοδοτήσει ο υπαίτιος στη Δικαιοσύνη. Εκείνη τότε αντέδρασε έντονα. Με δάκρυα στα μάτια ικέτευε να μην γίνει κανένα δικαστήριο! Ντρεπόταν το χωριό, φοβόταν τους δικηγόρους, πίστευε ότι όλοι θα θεωρούσαν ότι εκείνη το προκάλεσε όντας νέα και χήρα και ότι ο…γυναικολόγος θα έβαινε τελικά…λάδι.
΄Ηταν φανερό ότι η γυναίκα δεν θα υπέγραφε την καταγγελία για όσα βίωνε, ωστόσο εναγωνίως ζητούσε βοήθεια από την Δικαιοσύνη. Πως όμως θα μπορούσε να βοηθηθεί, παρακάμπτοντας τις τυπικές δικονομικές διαδικασίες; Για άλλη μια φορά διαπιστωνόταν ότι η ζωή του δικαστικού είναι γεμάτη από διλήμματα και σταθμίσεις. Όποια και αν είναι η επιλογή του πάντα θα υπάρχει η αβεβαιότητα για το σωστό και το λάθος και η συνείδησή του πάντα δίπλα του θα τον αγριοκοιτάζει καχύποπτα σαν Καφκικός ανακριτής, ακόμα και αν τα πάντα συνομολογούν ότι έκανε το Σωστό!!!
Την άλλη μέρα το πρωί, κλήθηκε ο λεγάμενος να εμφανιστεί στην εισαγγελία. Κατέφθασε ένστολος και φανερά ανήσυχος. Ο εισαγγελέας κοφτά και χωρίς περιστροφές περιέγραψε τις καταγγελίες. Αυτός αντέδρασε ψελλίζοντας ότι η γυναίκα…τον εκδικείται για την μήνυση που της έκανε για τις ζημιές των ζώων της. Όταν όμως του επιδείχθηκε η αόριστη μήνυσή του και κλήθηκε να κατονομάσει τους ζημιωθέντες ιδιοκτήτες, τότε έχασε και την φωνή και το χρώμα του. Όταν δε του επισημάνθηκαν και οι συνέπειες παρόμοιων πράξεων δηλαδή όχι μόνο απόλυση, αλλά και φυλακή, τότε βγήκε από το γραφείο, τρεκλίζοντας σαν μεθυσμένος. Σε λίγες μέρες ο αγρονόμος πληροφόρησε τον εισαγγελέα ότι ο αγροφύλακας ζήτησε και έφυγε με μετάθεση για περιοχή της βόρειας Ελλάδας. «Μήπως συνεχίσει εκεί τις …γυναικολογικές του δράσεις». Το ανήσυχο ερώτημα. Ο αγρονόμος τον καθησύχασε ότι έχουν ενημερωθεί οι προϊστάμενοί του και θα είναι υπό παρακολούθηση. Πέρασαν κάποιοι μήνες όταν ο εισαγγελέας τυχαία συνάντησε την γυναίκα έξω από τον σταθμό του ΚΤΕΛ της πόλης, και την ρώτησε «όλα καλά;». Εκείνη με ένα μεγάλο χαμόγελο κούνησε πολλές φορές το κεφάλι της πάνω κάτω καταφατικά χωρίς να πει λέξη. Το λαμπερό της βλέμμα και το φωτεινό πρόσωπό της έδειχναν έναν άλλο άνθρωπο, από εκείνον που είχε μπει τρέμοντας εκείνο το πρωί στην υπηρεσία. Στην συνέχεια κρατώντας από το χέρι το κοριτσάκι της χάθηκε στο βάθος του λεωφορείου για το χωριό της.
Η παραπάνω αφήγηση δεν είναι μυθιστορική. Είναι γεγονότα που συνέβησαν πραγματικά και η επικαιρότητα τα αναβίωσε στη μνήμη του δικαστικού λειτουργού. Αποδεικνύεται δε από αυτά ότι «Τα άνθη του κακού» ανθίζουν σε όλα τα χωριά αρκεί να βρουν εύφορο και γόνιμο έδαφος. Δεν είναι ο θεατρικός,ο καλλιτεχνικός ή ο αθλητικός χώρος όπου εμφανίζονται τέτοια φαινόμενα κακοποιητικών συμπεριφορών, αλλά κάθε χώρος όπου η ψευδαίσθηση παντοδυναμίας ή αλαζονείας και η απληστία, εκτοπίζουν την ανθρωπιά και τον σεβασμό στην ύπαρξη ιδίως του αδύναμου και ευάλωτου άλλου.
Σε έναν τέτοιο χώρο θα βρεθούν όλα τα δομικά υλικά για να κτισθεί ο απεχθής αυτός ανθρωπότυπος, που πάντα υπάρχει αλλά σήμερα τον αναδεικνύει και τον φωτίζει η επικαιρότητα μετά την καταγγελία της Ολυμπιονίκου Σοφίας Μπεκατώρου.
Η Δικαιοσύνη οφείλει να είναι το πρώτο ανάχωμα στην αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων, μέσα από τις προστατευτικές αλλά και εγγυητικές της διαδικασίες για τους πολίτες. Δεν αρκεί όμως ένα ανάχωμα για να εκτραπεί ένας χείμαρρος και να γίνει ακίνδυνος. Απαιτείται καθολική αντίδραση κοινωνική αλλά και ατομική από κάθε ένα που θέλει όχι απλά να αποκαλείται, αλλά και να είναι άνθρωπος με ότι σημαίνει αυτή η λέξη. Ο Ιρλανδός φιλόσοφος Edmund Burke το διατύπωσε πριν τρεις αιώνες με απίστευτη ευστοχία: «…Το μόνο που χρειάζεται για να θριαμβεύσει το κακό, είναι να μην κάνουν τίποτα οι καλοί…»




Δεν υπάρχουν σχόλια