Ο Δήμαρχος Καλαβρύτων και Πρόεδρος του Δικτύου Μαρτυρικών Πόλεων της Ελλάδας κ. Αθανάσιος Παπαδόπουλος, συμμετείχε στις εκδηλώσεις μνήμης γι...
Ο Δήμαρχος Καλαβρύτων και Πρόεδρος του Δικτύου Μαρτυρικών Πόλεων της Ελλάδας κ. Αθανάσιος Παπαδόπουλος, συμμετείχε στις εκδηλώσεις μνήμης για την 81η επέτειο της Σφαγής του Διστόμου από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στις 10 Ιουνίου 1944.
Την Κυριακή 9 Ιουνίου ο κ. Παπαδόπουλος ήταν ομιλητής στην εξαιρετική διημερίδα με το θέμα να είναι εστιασμένο στο νομικό σκέλος της Διεκδίκησης και της Δικαίωσης και αμέσως μετά προήδρευσε στην συνεδρίαση του δικτύου Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών.
Κύριε Δήμαρχε,
Κυρίες και Κύριοι,
Φίλες και Φίλοι,
Κάθε φορά που έρχομαι στο Δίστομο για μένα είναι ένα προσκύνημα.
Ένα ευλαβικό προσκύνημα μνήμης σ’ ένα τόπο ιερό.
Έναν τόπο που κάθε σημείο του είναι κι ένα σημείο δόξας, ηρωισμού, αυτοθυσίας, αυταπάρνησης και αξιοπρέπειας.
Το Δίστομο είναι ένα παγκόσμιο σύμβολο Ειρήνης, Δημοκρατίας και Πατριωτισμού, είναι ένα μνημείο κατά του φασισμού, του ναζισμού και της μισαλλοδοξίας, είναι μια ένδοξη κορυφή στην ιστορική διαδρομή της πατρίδας μας.
Όταν ο Δήμαρχος μού έστειλε πριν λίγο καιρό την πρόσκληση της φετινής επετείου στάθηκα ιδιαίτερα στα λόγια των δυο μεγάλων πνευματικών ανθρώπων μας, του Γιάννη Ρίτσου και του Ιάκωβου Καμπανέλλη, που έχουν τυπωθεί στο πρόγραμμα των εκδηλώσεων.
Όσες φορές κι να διαβάσει κανείς αυτές τις γραμμές, άλλες τόσες θα συγκινηθεί και θα υποκλιθεί με δέος και ευγνωμοσύνη στο παράδειγμα των μεγάλων ηρώων μας.
Και άλλες τόσες φορές θα λυγίσει ακούγοντας τους στίχους του Γιάννη Ρίτσου για «το πικρό το χώμα του Διστόμου» και την προτροπή του ποιητή στον άγνωστο διαβάτη στον οποίο λέει ότι όπου πατήσει να προσέχει γιατί «εδώ πονά η σιωπή, πονάει και η πέτρα κάθε δρόμου, κι απ’ τη θυσία και απ’ την σκληρότητα του ανθρώπου».
Ενώ ο Ιάκωβος Καμπανέλλης μας καλεί: «Μην πάψετε να θυμάστε και να μνημονεύετε τη σφαγή του Διστόμου. Μην αφήσετε να ξεχαστεί, όπως ξεχάστηκαν άλλα παρόμοια εγκλήματα».
Και εδώ ακριβώς βρίσκεται ο πυρήνας της σημερινής συζήτησης και της αναζήτησης του δικαίου γύρω απ’ τη μνήμη, την ιστορική δικαίωση αλλά και την τιμωρία.
Την τιμωρία εκείνου που διέπραξε ένα από τα πιο αποτρόπαια και στυγερότερα εγκλήματα πολέμου στην παγκόσμια Ιστορία. Αφήνοντας πίσω 228 νεκρούς ήρωες, ανάμεσα τους 117 γυναίκες και 53 παιδιά ηλικίας κάτω των 16 ετών.
Και μια βιβλική καταστροφή απίστευτης αγριότητας και δολοφονικής μανίας που όσα χρόνια κι αν περάσουν είναι αδύνατον ανθρώπινος νους να την χωρέσει και να βρει έστω μια μικρή χαραμάδα λογικής εξήγησης ή δικαιολόγησης.
Η Σφαγή στο Δίστομο συντελέστηκε στις 10 Ιουνίου 1944, όταν πλέον φαινόταν καθαρά ότι η Γερμανία έχανε οριστικά τον πόλεμο και καταποντιζόταν. Οι ίδιοι οι ναζί ήξεραν ότι πλησίαζε το τέλος τους.
Άρα, εδώ μιλάμε για ένα έγκλημα που υπαγορεύθηκε από τυφλή εκδικητικότητα, από καθαρό μένος, από μίσος που δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε κανένα πλαίσιο λογικής.
Κάτι που προσδίδει ακόμα μεγαλύτερο μεγαλείο στον αγώνα και στην αντίσταση των ηρώων μας.
Η Ιστορία έχει γράψει με εντυπωσιακές λεπτομέρειες τι συνέβη εκείνη την ημέρα.
Εμείς δεν ζητάμε εκδίκηση στην εκδίκηση.
Εκείνο που ζητάμε είναι δικαίωση.
Ζητάμε Δικαιοσύνη ώστε το «Ποτέ Ξανά και το Δεν Ξεχνάμε» να έχει πραγματικό αντίκρισμα και να μην είναι απλώς ένα μήνυμα χαραγμένο πάνω σε μαρμάρινες στήλες και σε πέτρες.
Για την περίπτωση του Διστόμου δε -κι αυτό θέλω να το υπογραμμίσω- εκείνο που εξοργίζει ακόμα περισσότερο είναι ότι δεν τιμωρήθηκαν ούτε οι βασικοί αυτουργοί της Σφαγής, οι στυγεροί δολοφόνοι νηπίων και αμάχων που ουσιαστικά αφέθηκαν ελεύθεροι και ατιμώρητοι να συνεχίσουν την υπόλοιπη ζωή τους σαν να μην συνέβη τίποτα.
Δικό μας χρέος και δική μας ευθύνη είναι η διεκδίκηση μέχρι την τελική επικράτηση.
Μέχρι να έρθει η δικαίωση και ν’ αποδοθεί η Δικαιοσύνη.
Όσοι Γερμανοί Πρόεδροι της Δημοκρατίας κι αν έρθουν, όσοι Σταïνμάγερ κι αν μάς επισκεφθούν με προσχηματικές συγγνώμες και με δηλώσεις μεταμέλειας, δεν θα περάσει με τίποτα το ξαναζεσταμένο τροπάριο των Γερμανών περί θέματος που δήθεν «νομικά είναι λήξαν».
Και όσο οι Γερμανοί αξιωματούχοι θα θεωρούν «λήξαν» το ζήτημα των γερμανικών οφειλών και δεν θα σπεύδουν ν’ αναλάβουν τις ευθύνες τους, τόσο θα παίρνουν τις απαντήσεις που πρέπει απ’ τους κατοίκους της Καντάνου -όπως είδαμε πέρυσι τον Οκτώβριο- απ’ τους κατοίκους του Διστόμου, του Κομμένου, της Βιάννου, του Χορτιάτη, των Καλαβρύτων και κάθε μαρτυρικού και καθαγιασμένου από το αίμα των προγόνων μας τόπου.
Απέναντι σε κάθε γερμανική συγγνώμη που δεν συνοδεύεται απ’ την έμπρακτή αναγνώριση της ευθύνης και των οφειλών, θα υπάρχει πάντα η φράση «μας καταστρέψατε, μας σφάξατε, μας κάψατε», η φράση που είπε στον Γερμανό Πρόεδρο η ηλικιωμένη επιζήζασα κάτοικος της Καντάνου.
Στέκομαι στην τελευταία επίσκεψη του Γερμανού Προέδρου ακριβώς για να υπογραμμίσω την διγλωσσία που διακρίνει διαχρονικά την γερμανική πλευρά.
Και αυτό γιατί ο κ. Σταϊνμάγερ ήρθε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ήδη από το 2019 η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Εμπειρογνωμόνων του Γερμανικού Κοινοβουλίου έχει αναγνωρίσει ότι ζήτημα παραγραφής ή ζήτημα παραίτησης απ’ την αξίωση των πολεμικών επανορθώσεων δεν υπάρχει, προτρέποντας μάλιστα την Γερμανική κυβέρνηση να προσφύγει μαζί με την Ελλάδα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ώστε εκεί να δοθεί λύση.
Αυτό τού ήταν γνωστό.
Το ήξερε όταν ήρθε στην Αθήνα και στην Κρήτη αλλά προτίμησε να το αποσιωπήσει.
Άρα, μιλάμε για μια στάση αντιφατική.
Για μια στάση υποκριτική και υστερόβουλη, ιδίως αν σκεφτούμε ότι σε πολλές άλλες περιπτώσεις η Γερμανία είναι εκείνη που επιτακτικά έρχεται και κουνάει το δάκτυλο και ζητάει αυστηρή και χωρίς παρεκκλίσεις τήρηση της διεθνούς νομιμότητας και της δημοσιονομικής τάξης.
Αυτά σε άλλες περιπτώσεις.
Όχι όμως στο ζήτημα των οφειλών, εκεί που οι Γερμανοί έχουν αποφασίσει να ακολουθούν μια τακτική πολύ μακριά απ’ τη νομιμότητα και το ευρωπαϊκό δίκαιο.
Μια τακτική που είναι επόμενο να προκαλεί θυμό.
Θυμό και οργή όχι μόνο στους μαρτυρικούς τόπους αλλά θέλω να πιστεύω σ’ όλη την Ελλάδα και όπου υπάρχει Ελληνισμός.
Έρχομαι στο πεδίο της διεκδίκησης.
Εκεί που η δική μας πλευρά έχει πολλές καλές αφετηρίες.
Έχει παρακαταθήκες που μας εξοπλίζουν με νομικά εφόδια, με αποφάσεις που φέρνουν σε πολύ δύσκολη θέση τους Γερμανούς και τούς δείχνουν ότι αργά ή γρήγορα, θέλουν - δεν θέλουν, θα έρθει η ώρα της τιμωρίας.
Από εδώ, απ’ το Δίστομο, ο δικαστικός αγώνας που ξεκίνησε ο αείμνηστος Γιάννης Σταμούλης κατοχύρωσε και επικύρωσε νομικά και πιστοποιημένα το αυτονόητο της ατομικής και συλλογικής διεκδίκησης, της δημόσιας και ιδιωτικής αποζημίωσης.
Προσθέτοντας στη νομική φαρέτρα όσων διεκδικούν πολεμικές επανορθώσεις ένα αποφασιστικό νομικό μέσο πίεσης.
Η αμετάκλητη απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία δικαιώνονται οι κάτοικοι του Διστόμου παραμένει ένα πολύ ισχυρό χαρτί στα χέρια μας.
Ένα χαρτί που, όμως, σκοντάφτει στο εξής:
Για να γίνει εκτελεστή αυτή η αμετάκλητη απόφαση, απαιτείται έγγραφη συναίνεση του Υπουργού Δικαιοσύνης, κάτι για το οποίο το Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών έχει εξ αρχής πάρει ανοικτά θέση ζητώντας να δρομολογηθούν όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες.
Και εδώ πρέπει να θυμίσουμε -και να θυμηθούμε- ότι πέρασαν πολλές κυβερνήσεις, πέρασαν πολλοί Υπουργοί Δικαιοσύνης, κάποιοι απ’ αυτούς είδαν θετικά την προοπτική να υπάρξει η έγγραφη συναίνεση που απαιτείται αλλά τελικά, παρά τις προθέσεις τους, δεν άλλαξε κάτι.
Η πολιτική βούληση που χρειάζεται δεν έχει εκδηλωθεί στην πράξη.
Οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να λένε ότι το ζήτημα είναι ανοικτό κι εξετάζεται νομικά στο πλαίσιο των διεθνών κανόνων και της νομολογίας του Διεθνούς Δικαστηρίου αλλά ουσιαστική πρόοδο δεν έχουμε δει.
Φαίνεται ότι πρυτανεύει η λογική της ισορροπίας ανάμεσα στον πολιτικό και διπλωματικό χειρισμό της υπόθεσης των γερμανικών οφειλών απ’ την μια πλευρά και της διατήρησης των καλών σχέσεων με τη Γερμανία απ’ την άλλη.
Πάντως, θα πρέπει κάποτε να καταλάβουμε ότι όσο κυλάει ο χρόνος η μόνη πλευρά που δεν ευνοείται είναι η δική μας.
Οφείλουμε αυτά που έχουν αποφασιστεί, αυτά που έχουν συμφωνηθεί απ’ το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας μας, να αρχίσουν να υλοποιούνται.
Άλλος δρόμος δεν υπάρχει.
Και αναφέρομαι φυσικά στο ομόφωνο Ψήφισμα της Βουλής το 2019 το οποίο βασισμένο στο Πόρισμα της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών ζητά -επί λέξει- απ’ την Ελληνική Κυβέρνηση «να προβεί σε όλες τις ενδεδειγμένες, ιδίως τις διπλωματικές και νομικές ενέργειες, για τη διεκδίκηση των οφειλών και την πλήρη ικανοποίηση όλων των αξιώσεων του Ελληνικού Κράτους από τον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο».
Αξιώσεις που αφορούν στο Αναγκαστικό Κατοχικό Δάνειο, αξιώσεις που αφορούν στις καταστροφές και στις διαρπαγές, στις πολεμικές επανορθώσεις των θυμάτων και των συγγενών των θυμάτων, στην επιστροφή των αρχαιολογικών θησαυρών και των εκκλησιαστικών κειμηλίων.
Να δεχτούμε ότι είναι δύσκολη και νομικά πολύπλοκη η όλη προσπάθεια.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να μένουμε αδρανείς και να μην διεκδικούμε το δίκιο μας, έτσι όπως οφείλει να κάνει κάθε χώρα υπολογίσιμη και αξιοσέβαστη στο διεθνές στερέωμα.
Γιατί, δείτε τι συμβαίνει:
Έχουμε ιστορικά καταγεγραμμένες καταστροφές, έχουμε εγκλήματα τεκμηριωμένα από κάθε άποψη.
Έχουμε τις μαρτυρίες όσων τα υπέστησαν, έχουμε τις Σφαγές και τα Ολοκαυτώματα που αφορούν τους πατεράδες και τους παππούδες μας, δηλαδή πολύ πρόσφατα και πολύ νωπά, με ορατές ακόμα τις συνέπειες τους, έχουμε την αναγνώριση εκ μέρους του θύτη της ευθύνης του, έχουμε ακόμα και τις συγγνώμες του κι όμως ακόμα Δικαιοσύνη δεν έχει αποδοθεί.
Ακόμα το έγκλημα μένει χωρίς τιμωρία στέλνοντας λάθος μηνύματα, ιδίως σε μια εποχή που στο παγκόσμιο στερέωμα δείχνουν να είναι σε έξαρση εξουσιαστικές λογικές που είναι κοντά στον αυταρχισμό, στον ολοκληρωτισμό και στη μισαλλοδοξία.
Δυο - τρεις παρατηρήσεις ακόμα:
Πρώτον, για το ζήτημα του δικαστικού ενσήμου.
Εδώ ας το κρίνει ο καθένας που το ακούει.
Ας κρίνει το γεγονός ότι σε αγωγές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης θυμάτων ή οικογενειών θυμάτων για εγκλήματα που τελέστηκαν μ’ ευθύνη των δυνάμεων Κατοχής (γερμανικών και ιταλικών), επιβάλλεται δικαστικό ένσημο.
Δηλαδή, επιβάλλεται ένα υπέρογκο ποσό που τελικά καταλήγει να είναι ένας ακόμα ανασταλτικός παράγοντας στην απονομή δικαιοσύνης και τελικά και ένας παράγοντας έμμεσης προστασίας του θύτη.
Δεύτερη παρατήρηση: Κανένα απολύτως νομικό κείμενο, καμία απόφαση δεν υπάρχει που ν’ απαλλάσσει την Γερμανία από τις υποχρεώσεις της.
Τίποτα και ποτέ δεν τής χαρίστηκε.
Ούτε το Κατοχικό δάνειο, ούτε η υποχρέωση αποζημίωσης για τις ανθρώπινες απώλειες και τις ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές που προκάλεσε στην Ελλάδα, καταδικάζοντας τη χώρα μας σε αναπτυξιακή υστέρηση και οπισθοδρόμηση.
Η Γερμανία παραμένει υπόλογη και υπαίτια.
Το λέω αυτό ως μήνυμα σε όσους, συνειδητά ή ασυνείδητα, θεωρούν ότι η διεκδίκηση είναι περίπου μάταιη και ατελέσφορη.
Απεναντίας, ειδικά σήμερα, σε μια Ευρώπη ενωμένη, σε μια Ευρώπη που συσπειρώνεται και συζητά για ενιαίο γεωπολιτικό στρατιωτικό στάτους και κοινούς αμυντικούς εξοπλισμούς, ειδικά σήμερα, έχει ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα η ιστορική απόφαση που πέτυχε ο Γιάννης Σταμούλης μιας και δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν σύννεφα και σκιές ανάμεσα σε λαούς που οδεύουν σε κοινές πολιτικές ασφάλειας και άμυνας.
Αυτό πρώτη η Γερμανία θα πρέπει να το καταλάβει, τακτοποιώντας το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων ώστε να εξαλειφθεί κάθε σκιά καχυποψίας σε βάρος της.
Και μια τρίτη παρατήρηση: Είμαστε στα μέρη του Γιάννη Σταμούλη.
Όσοι από κοντά παρακολουθήσαμε τον αγώνα του, απ’ το 1997 ήδη, με τις πρώτες ατομικές αγωγές αποζημίωσης κατά του Γερμανικού Δημοσίου, είδαμε τη φλόγα, το πείσμα, το μεγάλο επιστημονικό του εκτόπισμα, την επιμονή του, όλα εκείνα τα στοιχεία που τα επόμενα χρόνια, ακόμα και όταν ο ίδιος είχε φύγει απ’ τη ζωή, μάς έφεραν κοντά σε νομικές αποφάσεις - σταθμούς και σε δικονομικές επιτυχίες που πραγματικά έδωσαν άλλη βαρύτητα στο αίτημα για δικαίωση και δικαιοσύνη.
Με τον αγώνα του μάς έδειξε ότι το δίκιο βρίσκει πάντα τον δρόμο του.
Αρκεί να μην πάψει κανείς να πιστεύει στο δίκιο και ν’ αγωνίζεται γι’ αυτό.
Αγώνας, λοιπόν. Και αγώνας μέχρι το τέλος.
Και το τέλος είναι μόνο η δικαίωση.
Οτιδήποτε λιγότερο είναι αδιανόητο και μόνο ως σκέψη.
Οτιδήποτε λιγότερο θα είναι προσβολή στην Ιστορία και στους προγόνους μας και βεβήλωση της μνήμης τους.
Όσοι ερχόμαστε από μαρτυρικούς τόπους κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να το δεχτούμε ποτέ, ούτε θα επιτρέψουμε ποτέ να συμβεί.
Και οι Γερμανοί το ξέρουν αυτό καλά και εδώ και καιρό ψάχνουν πλάγιους τρόπους να το αντιμετωπίσουν.
Να είναι σίγουροι ότι ούτε αυτό θα τους περάσει.
Σας Ευχαριστώ.
x
Κυρίες και Κύριοι,
Φίλες και Φίλοι,
Κάθε φορά που έρχομαι στο Δίστομο για μένα είναι ένα προσκύνημα.
Ένα ευλαβικό προσκύνημα μνήμης σ’ ένα τόπο ιερό.
Έναν τόπο που κάθε σημείο του είναι κι ένα σημείο δόξας, ηρωισμού, αυτοθυσίας, αυταπάρνησης και αξιοπρέπειας.
Το Δίστομο είναι ένα παγκόσμιο σύμβολο Ειρήνης, Δημοκρατίας και Πατριωτισμού, είναι ένα μνημείο κατά του φασισμού, του ναζισμού και της μισαλλοδοξίας, είναι μια ένδοξη κορυφή στην ιστορική διαδρομή της πατρίδας μας.
Όταν ο Δήμαρχος μού έστειλε πριν λίγο καιρό την πρόσκληση της φετινής επετείου στάθηκα ιδιαίτερα στα λόγια των δυο μεγάλων πνευματικών ανθρώπων μας, του Γιάννη Ρίτσου και του Ιάκωβου Καμπανέλλη, που έχουν τυπωθεί στο πρόγραμμα των εκδηλώσεων.
Όσες φορές κι να διαβάσει κανείς αυτές τις γραμμές, άλλες τόσες θα συγκινηθεί και θα υποκλιθεί με δέος και ευγνωμοσύνη στο παράδειγμα των μεγάλων ηρώων μας.
Και άλλες τόσες φορές θα λυγίσει ακούγοντας τους στίχους του Γιάννη Ρίτσου για «το πικρό το χώμα του Διστόμου» και την προτροπή του ποιητή στον άγνωστο διαβάτη στον οποίο λέει ότι όπου πατήσει να προσέχει γιατί «εδώ πονά η σιωπή, πονάει και η πέτρα κάθε δρόμου, κι απ’ τη θυσία και απ’ την σκληρότητα του ανθρώπου».
Ενώ ο Ιάκωβος Καμπανέλλης μας καλεί: «Μην πάψετε να θυμάστε και να μνημονεύετε τη σφαγή του Διστόμου. Μην αφήσετε να ξεχαστεί, όπως ξεχάστηκαν άλλα παρόμοια εγκλήματα».
Και εδώ ακριβώς βρίσκεται ο πυρήνας της σημερινής συζήτησης και της αναζήτησης του δικαίου γύρω απ’ τη μνήμη, την ιστορική δικαίωση αλλά και την τιμωρία.
Την τιμωρία εκείνου που διέπραξε ένα από τα πιο αποτρόπαια και στυγερότερα εγκλήματα πολέμου στην παγκόσμια Ιστορία. Αφήνοντας πίσω 228 νεκρούς ήρωες, ανάμεσα τους 117 γυναίκες και 53 παιδιά ηλικίας κάτω των 16 ετών.
Και μια βιβλική καταστροφή απίστευτης αγριότητας και δολοφονικής μανίας που όσα χρόνια κι αν περάσουν είναι αδύνατον ανθρώπινος νους να την χωρέσει και να βρει έστω μια μικρή χαραμάδα λογικής εξήγησης ή δικαιολόγησης.
Η Σφαγή στο Δίστομο συντελέστηκε στις 10 Ιουνίου 1944, όταν πλέον φαινόταν καθαρά ότι η Γερμανία έχανε οριστικά τον πόλεμο και καταποντιζόταν. Οι ίδιοι οι ναζί ήξεραν ότι πλησίαζε το τέλος τους.
Άρα, εδώ μιλάμε για ένα έγκλημα που υπαγορεύθηκε από τυφλή εκδικητικότητα, από καθαρό μένος, από μίσος που δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε κανένα πλαίσιο λογικής.
Κάτι που προσδίδει ακόμα μεγαλύτερο μεγαλείο στον αγώνα και στην αντίσταση των ηρώων μας.
Η Ιστορία έχει γράψει με εντυπωσιακές λεπτομέρειες τι συνέβη εκείνη την ημέρα.
Εμείς δεν ζητάμε εκδίκηση στην εκδίκηση.
Εκείνο που ζητάμε είναι δικαίωση.
Ζητάμε Δικαιοσύνη ώστε το «Ποτέ Ξανά και το Δεν Ξεχνάμε» να έχει πραγματικό αντίκρισμα και να μην είναι απλώς ένα μήνυμα χαραγμένο πάνω σε μαρμάρινες στήλες και σε πέτρες.
Για την περίπτωση του Διστόμου δε -κι αυτό θέλω να το υπογραμμίσω- εκείνο που εξοργίζει ακόμα περισσότερο είναι ότι δεν τιμωρήθηκαν ούτε οι βασικοί αυτουργοί της Σφαγής, οι στυγεροί δολοφόνοι νηπίων και αμάχων που ουσιαστικά αφέθηκαν ελεύθεροι και ατιμώρητοι να συνεχίσουν την υπόλοιπη ζωή τους σαν να μην συνέβη τίποτα.
Δικό μας χρέος και δική μας ευθύνη είναι η διεκδίκηση μέχρι την τελική επικράτηση.
Μέχρι να έρθει η δικαίωση και ν’ αποδοθεί η Δικαιοσύνη.
Όσοι Γερμανοί Πρόεδροι της Δημοκρατίας κι αν έρθουν, όσοι Σταïνμάγερ κι αν μάς επισκεφθούν με προσχηματικές συγγνώμες και με δηλώσεις μεταμέλειας, δεν θα περάσει με τίποτα το ξαναζεσταμένο τροπάριο των Γερμανών περί θέματος που δήθεν «νομικά είναι λήξαν».
Και όσο οι Γερμανοί αξιωματούχοι θα θεωρούν «λήξαν» το ζήτημα των γερμανικών οφειλών και δεν θα σπεύδουν ν’ αναλάβουν τις ευθύνες τους, τόσο θα παίρνουν τις απαντήσεις που πρέπει απ’ τους κατοίκους της Καντάνου -όπως είδαμε πέρυσι τον Οκτώβριο- απ’ τους κατοίκους του Διστόμου, του Κομμένου, της Βιάννου, του Χορτιάτη, των Καλαβρύτων και κάθε μαρτυρικού και καθαγιασμένου από το αίμα των προγόνων μας τόπου.
Απέναντι σε κάθε γερμανική συγγνώμη που δεν συνοδεύεται απ’ την έμπρακτή αναγνώριση της ευθύνης και των οφειλών, θα υπάρχει πάντα η φράση «μας καταστρέψατε, μας σφάξατε, μας κάψατε», η φράση που είπε στον Γερμανό Πρόεδρο η ηλικιωμένη επιζήζασα κάτοικος της Καντάνου.
Στέκομαι στην τελευταία επίσκεψη του Γερμανού Προέδρου ακριβώς για να υπογραμμίσω την διγλωσσία που διακρίνει διαχρονικά την γερμανική πλευρά.
Και αυτό γιατί ο κ. Σταϊνμάγερ ήρθε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ήδη από το 2019 η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Εμπειρογνωμόνων του Γερμανικού Κοινοβουλίου έχει αναγνωρίσει ότι ζήτημα παραγραφής ή ζήτημα παραίτησης απ’ την αξίωση των πολεμικών επανορθώσεων δεν υπάρχει, προτρέποντας μάλιστα την Γερμανική κυβέρνηση να προσφύγει μαζί με την Ελλάδα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ώστε εκεί να δοθεί λύση.
Αυτό τού ήταν γνωστό.
Το ήξερε όταν ήρθε στην Αθήνα και στην Κρήτη αλλά προτίμησε να το αποσιωπήσει.
Άρα, μιλάμε για μια στάση αντιφατική.
Για μια στάση υποκριτική και υστερόβουλη, ιδίως αν σκεφτούμε ότι σε πολλές άλλες περιπτώσεις η Γερμανία είναι εκείνη που επιτακτικά έρχεται και κουνάει το δάκτυλο και ζητάει αυστηρή και χωρίς παρεκκλίσεις τήρηση της διεθνούς νομιμότητας και της δημοσιονομικής τάξης.
Αυτά σε άλλες περιπτώσεις.
Όχι όμως στο ζήτημα των οφειλών, εκεί που οι Γερμανοί έχουν αποφασίσει να ακολουθούν μια τακτική πολύ μακριά απ’ τη νομιμότητα και το ευρωπαϊκό δίκαιο.
Μια τακτική που είναι επόμενο να προκαλεί θυμό.
Θυμό και οργή όχι μόνο στους μαρτυρικούς τόπους αλλά θέλω να πιστεύω σ’ όλη την Ελλάδα και όπου υπάρχει Ελληνισμός.
Έρχομαι στο πεδίο της διεκδίκησης.
Εκεί που η δική μας πλευρά έχει πολλές καλές αφετηρίες.
Έχει παρακαταθήκες που μας εξοπλίζουν με νομικά εφόδια, με αποφάσεις που φέρνουν σε πολύ δύσκολη θέση τους Γερμανούς και τούς δείχνουν ότι αργά ή γρήγορα, θέλουν - δεν θέλουν, θα έρθει η ώρα της τιμωρίας.
Από εδώ, απ’ το Δίστομο, ο δικαστικός αγώνας που ξεκίνησε ο αείμνηστος Γιάννης Σταμούλης κατοχύρωσε και επικύρωσε νομικά και πιστοποιημένα το αυτονόητο της ατομικής και συλλογικής διεκδίκησης, της δημόσιας και ιδιωτικής αποζημίωσης.
Προσθέτοντας στη νομική φαρέτρα όσων διεκδικούν πολεμικές επανορθώσεις ένα αποφασιστικό νομικό μέσο πίεσης.
Η αμετάκλητη απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία δικαιώνονται οι κάτοικοι του Διστόμου παραμένει ένα πολύ ισχυρό χαρτί στα χέρια μας.
Ένα χαρτί που, όμως, σκοντάφτει στο εξής:
Για να γίνει εκτελεστή αυτή η αμετάκλητη απόφαση, απαιτείται έγγραφη συναίνεση του Υπουργού Δικαιοσύνης, κάτι για το οποίο το Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών έχει εξ αρχής πάρει ανοικτά θέση ζητώντας να δρομολογηθούν όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες.
Και εδώ πρέπει να θυμίσουμε -και να θυμηθούμε- ότι πέρασαν πολλές κυβερνήσεις, πέρασαν πολλοί Υπουργοί Δικαιοσύνης, κάποιοι απ’ αυτούς είδαν θετικά την προοπτική να υπάρξει η έγγραφη συναίνεση που απαιτείται αλλά τελικά, παρά τις προθέσεις τους, δεν άλλαξε κάτι.
Η πολιτική βούληση που χρειάζεται δεν έχει εκδηλωθεί στην πράξη.
Οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να λένε ότι το ζήτημα είναι ανοικτό κι εξετάζεται νομικά στο πλαίσιο των διεθνών κανόνων και της νομολογίας του Διεθνούς Δικαστηρίου αλλά ουσιαστική πρόοδο δεν έχουμε δει.
Φαίνεται ότι πρυτανεύει η λογική της ισορροπίας ανάμεσα στον πολιτικό και διπλωματικό χειρισμό της υπόθεσης των γερμανικών οφειλών απ’ την μια πλευρά και της διατήρησης των καλών σχέσεων με τη Γερμανία απ’ την άλλη.
Πάντως, θα πρέπει κάποτε να καταλάβουμε ότι όσο κυλάει ο χρόνος η μόνη πλευρά που δεν ευνοείται είναι η δική μας.
Οφείλουμε αυτά που έχουν αποφασιστεί, αυτά που έχουν συμφωνηθεί απ’ το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας μας, να αρχίσουν να υλοποιούνται.
Άλλος δρόμος δεν υπάρχει.
Και αναφέρομαι φυσικά στο ομόφωνο Ψήφισμα της Βουλής το 2019 το οποίο βασισμένο στο Πόρισμα της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών ζητά -επί λέξει- απ’ την Ελληνική Κυβέρνηση «να προβεί σε όλες τις ενδεδειγμένες, ιδίως τις διπλωματικές και νομικές ενέργειες, για τη διεκδίκηση των οφειλών και την πλήρη ικανοποίηση όλων των αξιώσεων του Ελληνικού Κράτους από τον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο».
Αξιώσεις που αφορούν στο Αναγκαστικό Κατοχικό Δάνειο, αξιώσεις που αφορούν στις καταστροφές και στις διαρπαγές, στις πολεμικές επανορθώσεις των θυμάτων και των συγγενών των θυμάτων, στην επιστροφή των αρχαιολογικών θησαυρών και των εκκλησιαστικών κειμηλίων.
Να δεχτούμε ότι είναι δύσκολη και νομικά πολύπλοκη η όλη προσπάθεια.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να μένουμε αδρανείς και να μην διεκδικούμε το δίκιο μας, έτσι όπως οφείλει να κάνει κάθε χώρα υπολογίσιμη και αξιοσέβαστη στο διεθνές στερέωμα.
Γιατί, δείτε τι συμβαίνει:
Έχουμε ιστορικά καταγεγραμμένες καταστροφές, έχουμε εγκλήματα τεκμηριωμένα από κάθε άποψη.
Έχουμε τις μαρτυρίες όσων τα υπέστησαν, έχουμε τις Σφαγές και τα Ολοκαυτώματα που αφορούν τους πατεράδες και τους παππούδες μας, δηλαδή πολύ πρόσφατα και πολύ νωπά, με ορατές ακόμα τις συνέπειες τους, έχουμε την αναγνώριση εκ μέρους του θύτη της ευθύνης του, έχουμε ακόμα και τις συγγνώμες του κι όμως ακόμα Δικαιοσύνη δεν έχει αποδοθεί.
Ακόμα το έγκλημα μένει χωρίς τιμωρία στέλνοντας λάθος μηνύματα, ιδίως σε μια εποχή που στο παγκόσμιο στερέωμα δείχνουν να είναι σε έξαρση εξουσιαστικές λογικές που είναι κοντά στον αυταρχισμό, στον ολοκληρωτισμό και στη μισαλλοδοξία.
Δυο - τρεις παρατηρήσεις ακόμα:
Πρώτον, για το ζήτημα του δικαστικού ενσήμου.
Εδώ ας το κρίνει ο καθένας που το ακούει.
Ας κρίνει το γεγονός ότι σε αγωγές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης θυμάτων ή οικογενειών θυμάτων για εγκλήματα που τελέστηκαν μ’ ευθύνη των δυνάμεων Κατοχής (γερμανικών και ιταλικών), επιβάλλεται δικαστικό ένσημο.
Δηλαδή, επιβάλλεται ένα υπέρογκο ποσό που τελικά καταλήγει να είναι ένας ακόμα ανασταλτικός παράγοντας στην απονομή δικαιοσύνης και τελικά και ένας παράγοντας έμμεσης προστασίας του θύτη.
Δεύτερη παρατήρηση: Κανένα απολύτως νομικό κείμενο, καμία απόφαση δεν υπάρχει που ν’ απαλλάσσει την Γερμανία από τις υποχρεώσεις της.
Τίποτα και ποτέ δεν τής χαρίστηκε.
Ούτε το Κατοχικό δάνειο, ούτε η υποχρέωση αποζημίωσης για τις ανθρώπινες απώλειες και τις ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές που προκάλεσε στην Ελλάδα, καταδικάζοντας τη χώρα μας σε αναπτυξιακή υστέρηση και οπισθοδρόμηση.
Η Γερμανία παραμένει υπόλογη και υπαίτια.
Το λέω αυτό ως μήνυμα σε όσους, συνειδητά ή ασυνείδητα, θεωρούν ότι η διεκδίκηση είναι περίπου μάταιη και ατελέσφορη.
Απεναντίας, ειδικά σήμερα, σε μια Ευρώπη ενωμένη, σε μια Ευρώπη που συσπειρώνεται και συζητά για ενιαίο γεωπολιτικό στρατιωτικό στάτους και κοινούς αμυντικούς εξοπλισμούς, ειδικά σήμερα, έχει ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα η ιστορική απόφαση που πέτυχε ο Γιάννης Σταμούλης μιας και δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν σύννεφα και σκιές ανάμεσα σε λαούς που οδεύουν σε κοινές πολιτικές ασφάλειας και άμυνας.
Αυτό πρώτη η Γερμανία θα πρέπει να το καταλάβει, τακτοποιώντας το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων ώστε να εξαλειφθεί κάθε σκιά καχυποψίας σε βάρος της.
Και μια τρίτη παρατήρηση: Είμαστε στα μέρη του Γιάννη Σταμούλη.
Όσοι από κοντά παρακολουθήσαμε τον αγώνα του, απ’ το 1997 ήδη, με τις πρώτες ατομικές αγωγές αποζημίωσης κατά του Γερμανικού Δημοσίου, είδαμε τη φλόγα, το πείσμα, το μεγάλο επιστημονικό του εκτόπισμα, την επιμονή του, όλα εκείνα τα στοιχεία που τα επόμενα χρόνια, ακόμα και όταν ο ίδιος είχε φύγει απ’ τη ζωή, μάς έφεραν κοντά σε νομικές αποφάσεις - σταθμούς και σε δικονομικές επιτυχίες που πραγματικά έδωσαν άλλη βαρύτητα στο αίτημα για δικαίωση και δικαιοσύνη.
Με τον αγώνα του μάς έδειξε ότι το δίκιο βρίσκει πάντα τον δρόμο του.
Αρκεί να μην πάψει κανείς να πιστεύει στο δίκιο και ν’ αγωνίζεται γι’ αυτό.
Αγώνας, λοιπόν. Και αγώνας μέχρι το τέλος.
Και το τέλος είναι μόνο η δικαίωση.
Οτιδήποτε λιγότερο είναι αδιανόητο και μόνο ως σκέψη.
Οτιδήποτε λιγότερο θα είναι προσβολή στην Ιστορία και στους προγόνους μας και βεβήλωση της μνήμης τους.
Όσοι ερχόμαστε από μαρτυρικούς τόπους κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να το δεχτούμε ποτέ, ούτε θα επιτρέψουμε ποτέ να συμβεί.
Και οι Γερμανοί το ξέρουν αυτό καλά και εδώ και καιρό ψάχνουν πλάγιους τρόπους να το αντιμετωπίσουν.
Να είναι σίγουροι ότι ούτε αυτό θα τους περάσει.
Σας Ευχαριστώ.
x
Δεν υπάρχουν σχόλια