HIDE

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

HIDE_BLOG

Breaking News

latest

Αρχείο Ολοκαυτώματος - ΤΑ ΜΑΖΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ (2ο Μέρος)

-71- ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕ ΑΝΤΙΦΑΣΗ [ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ] Σύγχρονη Ιστορία στην Τηλεόραση Επιχείρηση Καλάβρυτα Μία «Πράξη ...

-71-


ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕ ΑΝΤΙΦΑΣΗ [ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ]


Σύγχρονη Ιστορία στην Τηλεόραση
Επιχείρηση Καλάβρυτα
Μία «Πράξη αντιποίνων» του Γερμανικού Στρατού στην Ελλάδα

Των Erhard Kloss και Eberhard Rondholz.


Μονάδες του Γερμανικού Στράτου ισοπέδωσαν στις 13 Δεκεμβρίου 1945 τη μικρή πόλη των Καλαβρύτων. Ολόκληρος ο αρσενικός πληθυσμός (συνολικά 2300 άνθρωποι) έπεσε θύμα του εγκλήματος. Αντίθετα από τα εγκλήματα της Lidice και του Oradour η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» έχει ξεχαστεί σήμερα στη Γερμανία. Γι’ αυτά εξηγεί ακόμη και σήμερα η Γερμανική Δικαιοσύνη: Αντίποινα για δράσεις ανταρτών ήσαν δίκαια, η μαζική εκτέλεση των Καλαβρύτων επομένως όχι αξιόποινος. Μία επανόρθωση δεν υπήρξε (δεν έγινε) ποτέ.
Εκπομπή από το 3. Πρόγραμμα Hessen στις 15 Μαΐου 82 του Σταθμού WDR του Dr. Kloss και E. Rondholz.



Χάρτης του Επαναστατικού Κέντρου Καλαβρύτων
Δηλώσεις μιας ηλικιωμένης Καλαβρυτινής
«Το 1943 ήρθαν οι Γερμανοί εδώ. Βράδυ στις 9 μπήκανε στα σπίτια και πήρανε τους άνδρες μαζί τους. Τον άντρα μου, τον Πατέρα μου. Ο Πατέρας μου ήταν ταχυδρόμος στο Μοναστήρι Μέγα Σπηλαίου και αυτόν τον ετουφέκισαν εκεί πάνω μαζί με τους Καλόγερους. Και εδώ ετουφέκισαν τους άοπλους ανθρώπους, εκεί κάτω στην Πλατεία. Πρώτα επάνω στο Μοναστήρι και μετά εδώ κάτω στο χωριό στις 11 ώρες το βράδυ. Αργότερα εγύρισαν οι Γερμανοί μετά και στα Καλάβρυτα και σκότωσαν εκεί τους άοπλους ανθρώπους. Ήμουνα κι εγώ εκεί. Τα παιδιά και οι γυναίκες έκλαιγαν (εκράυγαζαν). Ήταν φοβερό, ένα μεγάλο κακό (όλεθρος, συμφορά). Ας μη μιλάμε καλύτερα γι’ αυτό, δεν θέλω να το ξανασκέφτομαι.»
Μοναστήρι Μέγα Σπήλαιον. Το Μοναστήρι που καταστράφηκε τότε από τους Γερμανούς έχει εποικοδομηθεί πάλι (ξαναχτίστηκε). Με την πρώτη ματιά τίποτα δεν θυμίζει πλέον από αυτά που συνέβησαν εδώ.
Διαδρομή με τον οδοντωτό σιδηρόδρομο. Έτσι και οι πολυάριθμοι Γερμανοί τουρίστες που πηγαίνουν στα Καλάβρυτα δεν ενοχλούνται από αυτό το σκοτεινό κεφάλαιο της Ιστορίας τους. Σε ένα πολυχρησιμοποιημένο γερμανόγλωσσο ταξιδιωτικό οδηγό αναφέρεται (διαβάζουμε) ότι η Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου ερημώθηκε τρεις φορές από καταστροφές πυρπολήσεων, το 1400, 1640 και το 1934. H νεώτερη καταστροφή του Μοναστηρίου από τους Γερμανούς το 1943 αποσιωπάται. Στα σχετικά εγχειρίδια (βιβλία) μπορεί κανείς να διαβάσει ότι οι ανδρείοι έλληνες εδώ το 1821 αγωνίστηκαν κατά της τουρκικής κατοχής. Από τον απελευθερωτικό αγώνα των ελλήνων ανταρτών κατά της ιταλικής και γερμανικής κατοχής στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Το τραίνο μπαίνει στα Καλάβρυτα. Έπειτα από διαδρομή μιας ώρας περίπου το τραίνο φθάνει στον τελικό σταθμό: Καλάβρυτα. Τώρα, αρχές Δεκεμβρίου, λίγη κίνηση παρατηρείται εδώ. Οι τουρίστες, που έχουν τη μικρή πόλη (την πολίχνη) με τα λίγα ξενοδοχεία της το καλοκαίρι σαν σημείο εξορμήσεως των ορειβασιών τους στην ορεινή περιοχή του Χελμού, λείπουν τώρα. Οι παλαιοί (οι γέροι) καθορίζουν την εικόνα της πόλης. Εικόνες από τους δρόμους. Τα Καλάβρυτα έχουν τώρα κάπου 2.000 κατοίκους. Παλαιότερα ο αριθμός των κατοίκων ήταν σχεδόν διπλάσιος. Ενωρίτερα, πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τα Καλάβρυτα ήταν γνωστός τόπος αεροθεραπείας (παραθερισμού). Ήδη περί το τέλος της εικοσαετίας απέκτησε η πόλη ηλεκτρικό ρεύμα. Μερικά από τα επτά ξενοδοχεία της είχαν ήδη δωμάτια με τρεχούμενο ζεστό νερό, και το καλοκαίρι έπαιζε (στην πλατεία) μια μπάντα λουτροπόλεως. Από αυτά λίγα πράγματα έμειναν μετά το 1943.
Άνθρωπος με πρόβατα (Βοσκός). Τα συμβάντα του έτους 1943 έχουν σημαδέψει την πόλη (άφησαν τα ίχνη τους). Μερικά ερείπια αφήνουν να σχηματίσουμε μια ιδέα για το πώς έμοιαζαν τα Καλάβρυτα πριν από τον πόλεμο.
Αναφορά (δηλώσεις) της γυναίκας. Αυτό ήταν ένα ωραίο τριώροφο σπίτι με πολλά παράθυρα. Τα κάτω (παράθυρα) ήσαν κοσμημένα με σιδερένιες κιγκλίδες, διότι ο προπάππος μας ήταν ένας ευγενής άνθρωπος (προεστός). Το επάνω πάτωμα ήταν ιδιαίτερα ωραίο. Με δύο μπαλκόνια, με τρία παράθυρα εδώ που βλέπαν προς το δρόμο, με πολλές ξύλινες διακοσμητικές επενδύσεις. Το σπίτι μας κυριαρχούσε (ξεχώριζε) από όλα σε όλη την πόλη των Καλαβρύτων, ήταν σχεδόν σαν Παλάτι (ανάκτορο, πύργος)». «Από τότε χτυπιόμαστε (τα βολεύουμε δύσκολα) με μία σύνταξη που μας άφησε ο Πατέρας μας. Αυτό εκεί το χτίσαμε μόνοι μας. Μια κουζίνα, για δύο δωμάτια μας έδωσε η Πρόνοια λεφτά. Τα υπόλοιπα τα χτίζουμε σιγά σιγά μόνοι μας. Πλατεία (προαύλιο) εκκλησίας. – Το μικρό παρεκκλήσιο και η εκκλησία οικοδομήθηκαν πάλι με τον πατροπαράδοτο τρόπο οικοδομήσεως με πέτρες. Πύλη της εκκλησίας. – Πάνω από την κύρια πύλη της εκκλησίας των Καλαβρύτων: ένα μωσαϊκό με δύο ημερομηνίες. Αλλά η 21 Μαρτίου 1821 λέει στους περισσότερους ξένους επισκέπτες τόσα λίγα όσο και η 13 Δεκεμβρίου 1943. Το 1821 άρχισε εδώ ο απελευθερωτικός αγώνας κατά των τουρκικών δυνάμεων κατοχής. Η άλλη ημερομηνία είναι η ημέρα που κάηκε (πυρπολήθηκε) η εκκλησία. Το Μεσημέρι, λίγο μετά τις δύο και μισή, το ρολόι σταμάτησε.
Παπάς στην εκκλησία. «Όπως ξέρετε, αυτή η εκκλησία της Αναλήψεως (Μαρίας αναλήψεως;) εκάηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1943. Επυρπολήθηκε τότε από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Από την εκκλησία απέμειναν μόνον έξι κολόνες (κίονες) και αυτή η Βίβλος, που ήταν τοποθετημένη στο Ιερό. Όταν καιγότανε η εκκλησία, η φωτιά έπεσε επάνω στο Βιβλίο. Όταν ανοίγουμε τη Βίβλο, βλέπουμε ακόμη τα ίχνη της φωτιάς. Αλλά όμως δεν κάηκε. Αντίθετα, δεν καταστράφηκε ούτε ένα γράμμα από το Ευαγγέλιο.»
Απρίλιος 1941. Γερμανικά στρατεύματα εισβάλουν στην Ελλάδα, το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο συνθηκολογεί ήδη έπειτα από 2 εβδομάδες. Στην Αθήνα τοποθετείται, μια κυβέρνηση συνεργασίας. Πολλοί Έλληνες όμως εξακολουθούν να κρατούν αντίσταση στα βουνά. Το καλοκαίρι του 1943 έγινε και η Πελοπόννησος ένα από τα κέντρα κινήσεως των ανταρτών. Στην επαρχία της Αχαΐας η δυσπρόσιτη ορεινή περιοχή γύρω από τα Καλάβρυτα γίνεται το επίκεντρο της αντιστάσεως. Περί τα μέσα Οκτωβρίου στέλνεται ένα ανιχνευτικό τμήμα, δυνάμεως 80 ανδρών υπό την αρχηγία ενός λοχαγού ονόματι Σόμπερ, στα βουνά, χωρίς επαρκή οπλισμό και χωρίς ασύρματο, ένα καθαρό κομάντο αναλήψεως. Πέφτει στην αιχμαλωσία των ανταρτών. Όταν κατόπιν αυτού τρεις αγωνιστικές ομάδες (μαχητικά σώματα) εξορμούν σε μία ενέργεια αντιποίνων, οι γερμανοί αιχμάλωτοι τουφεκίζονται (εκτελούνται). Τρικ: Διαταγή. Η Επιχείρηση Καλάβρυτα αρχίζει. Εκτός από τα Μαζέικα και τα Καλάβρυτα θα καταστραφούν και άλλα χωριά που υποστηρίζουν τους αντάρτες. Ο ανδρικός πληθυσμός πρέπει να εκτελεσθεί. Μέχρι και σήμερα ακόμη ξέρουν καλά οι Καλαβρυτινοί (πιστεύουν ότι γνωρίζουν), γιατί ο Γερμανός Στρατηγός ήθελε ακριβώς εδώ να κάμει να αποτελεσθεί παράδειγμα, που έπρεπε να χτυπήσει ολόκληρο το ελληνικό έθνος και να παραλύσει τη θέλησή του για αντίσταση: Το 1821 ξεσηκώθηκαν πρώτοι οι κάτοικοι αυτής της περιοχής εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας και στις 25 Μαρτίου 1821 ο Αρχιεπίσκοπος Πατρών Γερμανός ευλόγησε στη Μονή της Αγίας Λαύρας τις Σημαίες των αγωνιστών της ελευθερίας. Το Μοναστήρι είναι ελληνικό εθνικό Ιερό. Οι Μοναχοί της Αγίας Λαύρας πλήρωσαν τη συμμετοχή τους στους απελευθερωτικούς αγώνες με τη ζωή τους: εις αυτόν τον Πλάτανο τόσο οι Τούρκοι όσο και οι Γερμανοί κρέμασαν τα θύματα τους. Τα τρία γερμανικά τμήματα μάχης, το κάθε ένα από 1000 άνδρες περίπου, κατέστρεφαν στην προέλαση τους (τον ένα τόπο μετά τον άλλο) προς τα Καλάβρυτα τον ένα τόπο μετά τον άλλο, επίσης και τα χωριά Κερπινή και Ρωγοί.
Σταυροί, αναμνηστικοί πίνακες παντού στην περιοχή. Στο χωριό Ρωγοί ένα απόσπασμα υπό την ηγεσία κάποιου Τέννερ ή Ντοέννερτ έδωσε διαταγή στις 8 Δεκεμβρίου να συγκεντρώσουν τον ανδρικό πληθυσμό και να τον κλείσουν στην εκκλησία. Ο Μπαρμπασταύρος, ηλικίας 72 ετών σήμερα, Πρόεδρος της Κοινότητος Ρωγοί, διηγείται πώς επέζησε από τη σφαγή:



Τα πυρπολημένα Καλάβρυτα

Μπάρμπας… Μετάφραση: «Μπήκαν μέσα και διέταξαν: έξι άνδρες να βγουν έξω! μεταξύ αυτών ένας-δυο γέροι, μεταξύ αυτών ένας από την Κερπινή, τους έβγαλαν έξω, και αμέσως μετά ακούσαμε πυροβολισμούς, το πολυβόλο.» 0-Τόνος: (ο Μπ. μιμείται τον κρότο του πολυβόλου) «συγκεντρωθήκαμε (στριμωχτήκαμε) όλοι γύρω από το Ιερό, ο Παπάς γονάτισε, έκαμε το Σταυρό του και φώναξε: Προσευχηθείτε, Παιδιά εν τω μεταξύ εγώ εσύρθηκα και εκρύφτηκα μαζί με έναν άλλο επάνω από το εικονοστάσιο σε ένα κοίλωμα, κατόπιν ήλθε και ένας τρίτος. Οι Γερμανοί δεν μας είδαν, ήσαν απασχολημένοι τους άνδρες τον ένα μετά τον άλλο να τους πετάνε έξω με τις κλωτσιές για να τους εκτελέσουν (να τους τουφεκίσουν). 13'23. Κατόπιν βάλανε φωτιά στην εκκλησία. Εκεί και άλλος ένας προσπάθησε να αναρριχηθεί επάνω σε μας στην κρυψώνα, αλλά οι Γερμανοί τον είδαν και εγκάριξαν (εβρυχήθηκαν): κάτω από εκεί (κατέβα κάτω)! κατόπιν (αμέσως) μια ριπή από το πολυβόλο (αυτόματο) και έναν από μας τον χτύπησε η σφαίρα στην κοιλιά. Αναστέναξε λίγο (σύντομα) και πέθανε.» Το χωριό λεηλατήθηκε, και κατόπιν του βάλανε φωτιά. Μόνον ένα-δυο άνδρες επέζησαν τότε. Ανοικοδόμησαν πάλι το χωριό. Αλλά οι Ρωγοί (οι άνθρωποι) δεν συνήλθαν ποτέ πλέον στην πραγματικότητα. Υπάρχουν και σήμερα μερικοί άνθρωποι που αποδίδουν στους αντάρτες την ευθύνη για το θάνατό τους. Ο Χρύσανθος Αλεξόπουλος από την Κερπινή, λέει π.χ.:
Χρύσανθος: «Οι αντάρτες έφταιγαν, γιατί σκότωσαν τους τραυματισμένους γερμανούς αιχμαλώτους. Ο τραυματίας είναι ιερός και δεν πρέπει να σκοτώνεται. Αυτή είναι η γνώμη μου. Κι εγώ ήμουνα στον πόλεμο, στην εκστρατεία στην Αλβανία και αργότερα στον εμφύλιο πόλεμο. Τραυματίες αιχμαλώτους δεν έχει το δικαίωμα (δεν πρέπει) κανείς να τους σκοτώνει, πρέπει να τους φροντίζει, πρέπει να προσπαθεί να τους ανταλλάσσει.
Ομιλήτρια: (Κυρία Β.) «Ναι, αλλά οι Γερμανοί;» «Αυτοί συμπεριφερθήκανε όπως οι Βάρβαροι. 12-χρονα παιδιά εσκότωσαν – τι μπορούσαν να τους κάμουν αυτά τα παιδιά; τι τους είχαν κάνει; Τους αντάρτες έπρεπε να κοιτάξουν να πιάσουν και να σκοτώσουν, παρακαλώ (ορίστε)»,
Παναγιώτης Παπαδημητρόπουλος Θέλω να πω (νομίζω), ότι οι αντάρτες έκαμαν το καθήκον τους. Κατακτητές είχαν έλθει στη χώρα μας, ελεηλάτησαν και εδολοφόνησαν (εγκλημάτισαν). Και τότε οι τίμιοι (αδέκαστοι) έλληνες επήραν (επήγαν) στα Βουνά. Για να χτυπήσουν τον εχθρό, όπου πάντα μπορούσαν. Όταν μας πιάνανε οι Γερμανοί, δεν εγνώριζαν κι αυτοί καμιά επιείκεια.  Και αυτοί δεν ετήρησαν (δεν εσυμμορφώθηκαν) προς το διεθνές δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο δεν έχει κανείς το δικαίωμα να σκοτώνει αιχμαλώτους. Οι γερμανοί ξεμπέρδευαν γρήγορα (έκαναν σύντομα δίκη). Μπαμ και κάτω. Όπου κι αν πήγαν. Δεν ελυπήθηκαν γέρους και παιδιά. 17'18. Γι’ αυτό σας λέγω: οι αντάρτες έκαμαν το καθήκον τους σαν τίμιοι (αδέκαστοι) έλληνες, εναντίον των εισβολέων (των παρεισάκτων)». Ο τότε αντάρτης Παναγιώτης Παπαδημητρόπουλος, ο οποίος έχει μια Ταβέρνα σήμερα στα Καλάβρυτα, εκφράζει ότι σκέφτονται (πιστεύουν) οι περισσότεροι στον τόπο αυτό. Ενεργό συμμετοχή στην αντιστασιακή κίνηση είχαν μόνον λίγοι – γι’ αυτό τους βρήκε απρόσμενα (απροετοίμαστους) η σφαγή. Στις 13 Δεκεμβρίου 1943 οι άνθρωποι στα Καλάβρυτα εξύπνησαν από τις καμπάνες συναγερμού. Τα μαχητικά τμήματα της 117 Μεραρχίας Καταδρομών είχαν καταστρέψει ήδη πολλά χωριά και τα Μοναστήρια Μεγάλου Σπηλαίου και Αγίας Λαύρας. Τα Καλάβρυτα είχαν περικυκλωθεί, κανείς δεν μπορούσε πλέον να φύγει από τον τόπο (χωριό). Το τί συνέβη τότε, το διηγούνται ο Νίκος Κολλιόπουλος και ο Αργύρης Φερλέλης:
Ν. Κολλιόπουλος: «Ήμουνα τότε 11 χρονών. Στις 13 Δεκεμβρίου το πρωί χτύπησαν οι Καμπάνες συναγερμού. Σηκωθήκαμε όλοι (από τα κρεβάτια) και ο Πατέρας βγήκε έξω μπροστά από το σπίτι και ερώτησε, άλλους γείτονες και ανθρώπους, τι συμβαίνει. Και εμάθανε από γερμανούς στρατιώτες ότι έπρεπε να πάρουμε μαζί μας τρόφιμα για μία ημέρα και μία κουβέρτα και να κατεβούμε κάτω στο σχολείο».





Τα πυρπολημένα Καλάβρυτα
Φέρφελης. Μετάφραση: «Ήλθαμε στο σχολείο. Είχανε φέρει τις γυναίκες μέσα και εμάς μας συγκέντρωσαν στο προαύλιο. Εχώρισαν μετά τους νεώτερους από τους μεγαλύτερους, ενώ κοιτάζανε να δουν αν είχαν βγάλει γένια ή έτσι. Όλοι έτσι από 13, 14 οπωσδήποτε, σε δύο ομάδες οδηγήθηκαν στον τόπο εκτελέσεως. Εκεί πάνω μας διέταξαν: να καθίσουμε! Δεν θα μας έκαναν τίποτα, είπαν. Αλλά εμείς είχαμε μεγάλη ανησυχία, και μετά επήγε εκεί ένας δάσκαλος του Γυμνασίου, ήξερε αγγλικά, και ρώτησε τον αρχηγό, Τρέννερ λεγόταν αυτός ή κάπως έτσι. Αυτός έδωσε τον στρατιωτικό του λόγο τιμής, δεν θα μας εσκότωναν, θα μας μετέφεραν μόνον κάπου αλλού. Εν τω μεταξύ έκαιγαν όλη την πόλη των Καλαβρύτων, είδαμε τον καπνό (τη φωτιά) από κει πάνω. Κατόπιν φέρανε δυο τρεις ανθρώπους ακόμη από την Εθνική Τράπεζα. Σε έναν από αυτούς είχε πει την προηγούμενη μέρα ακόμη ένας στρατιώτης, ότι έπρεπε να κρυφτεί, αλλά δεν άκουσε τη συμβουλή. Εν πάση περιπτώσει κατέβασαν κάτω τους υπαλλήλους για να ανοίξουν την Τράπεζα. Κατόπιν ήλθαν πάλι. Εκαθίσαμε ακόμη περίπου (περιμένοντας) ένα τέταρτο της ώρας, είχαμε φοβερή αγωνία, για το τι θα γινότανε με μας. Και πάλι μας έδωσε κάποιος το λόγο τιμής του, ότι δεν θα μας εσκότωναν. Για δεύτερη φορά. Και τότε είδαμε δύο φωτοβολίδες να κατεβαίνουν πάνω από την πλατεία. Μας διέταξαν να σηκωθούμε. Ολόγυρά μας ήσαν πολλοί γερμανοί, αλλά εκείνοι που θα μας εκτελούσαν ήσαν κρυμμένοι στο μικρό χαντάκι (κοίτη ρυακιού), ίσως θα το είδατε εκεί πάνω. Κατόπιν πετάχτηκε επάνω (αναδύθηκε, παρουσιάστηκε) ο πρώτος με το οπλοπολυβόλο του, η απόσταση ήταν περίπου 40-50 μέτρα, δεν ξέρω πια ακριβώς, ήμουνα τότε 17. Και κατόπιν ήρθε μια πραγματική βροχή από σφαίρες, όποιον έβρισκαν στα γεμάτα, ήταν αμέσως πεθαμένος. Επέσαμε κάτω. Τρεις μεγάλες (μεγάλης διαρκείας-μακριές) ριπές από το πολυβόλο, πόσες σφαίρες, δεν ξέρω, εν πάση περιπτώσει ήταν μεγάλες ριπές, η κάθε μια κρατούσε πολλά δευτερόλεπτα. Εγώ ο ίδιος δεν ήμουνα πεθαμένος (δεν είχα σκοτωθεί). και οι δύο αδελφοί μου το ίδιο. Και μετά ήλθαν οι γερμανοί και επυροβόλησαν τον κάθε ένα που ζούσε ακόμη, έναν ένα. Τώρα ήρθε και η δική μας σειρά, είπε κάποιος. Εδέχτηκα τότε μια χαριστική βολή εδώ. Είχα το χέρι μου εκεί. Δεν έβγαλα μιλιά. Τότε με έπιασε κάποιος από το γιακά και μου έριξε ακόμη μια σφαίρα. Εδώ πάνω στο κεφάλι, το βλέπετε: εκεί μου έσκισε το κεφάλι...».
Ν. Κολλιόπουλος: «και μετά τρέξαμε κάτω στο μικρό σταθμό, εκεί ήσαν αμπέλια. Και επεριμέναμε γιατί, μέσα στην πόλη δεν μπορούσαμε να μπούμε, εκαίγοντο τα πάντα. Κατά τις δύο, δυόμιση πιστεύω, δεν θυμάμαι πλέον ακριβώς, είδα μια ομάδα από γερμανούς στρατιώτες, κάπου 500 ήσαν, οι οποίοι κατέβαιναν κάτω από τον τόπο εκτελέσεως, εβάδιζαν κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής και ετραγουδούσαν. Λίγα λεπτά αργότερα ήρθε μια γυναίκα από αυτή τη μεριά και εφώναξε: ελάτε όλοι επάνω, οι άντρες είναι τουφεκισμένοι (τους σκότωσαν)! Ναι, και τότε άρχισαν όλες οι γυναίκες να κραυγάζουν (να κλαίνε), τα παιδιά και όλοι, και επήγαμε τότε προς τα πάνω εκεί. Είπα στη Μητέρα μου: μείνε εδώ με τα παιδιά εγώ θα πάω επάνω και θα ψάξω (να βρω) τον Πατέρα μου. Όταν έφθασα εκεί πάνω, εκεί ήσαν πεσμένοι πολλοί νεκροί, και περπατώντας εσκόνταφτα πάνω στους σκοτωμένους. Μερικοί δεν είχαν πεθάνει ακόμη τελείως, εφώναζαν ακόμη.»
Φερφελής: «Ήλθε η Μητέρα μου κι εγώ ήμουνα ακόμη ζωντανός. Με όλες τις αισθήσεις μου. Είχα βαρειά τραύματα, αλλά δεν ήμουν αναίσθητος. Πού είναι τα αδέλφια σου; Της τα έδειξα. Και μετά εβοήθησα κάποιον άλλο τραυματία, ήσαν 13 ή 14 αυτοί που είχαν επιζήσει. Δηλαδή, μερικοί πέθαναν κι αυτοί αργότερα, από τα τραύματά τους. Αυτό ήταν. Οι γερμανοί μας ετουφέκισαν και απεχώρησαν.»
Ομιλήτρια: «Όταν βλέπετε γερμανούς σήμερα, τι αισθήματα νοιώθετε;» «Εναντίον νέων ανθρώπων δεν έχω τίποτα. Μόνον Ναι, τελείως βαθειά μέσα… κάτι τέτοιο δεν το λέει φυσικά κανείς, πώς να σας το εξηγήσω, από πολύ βαθειά μέσα (μου) μισώ τους γερμανούς. Ντρέπομαι να σας το πω: αλλά βασικά τους μισώ. Παρακαλώ μην το παίρνετε στραβά (μην το καταλαβαίνετε εσφαλμένα).»
Ανδρονίκη στον τάφο: «Έχασα τον άνδρα μου, δύο αδελφούς, τον Πατέρα και τον γαμπρό μου – πέντε ανθρώπους, όπως και την αδελφή μου. Χώρια θείο και εξαδέλφια τελείως, μετράω μόνον τώρα τους πέντε νεκρούς από το σπίτι μας. Τους εθάψαμε όλους σ’ αυτό τον τάφο. Ο νεώτερος αδελφός μας ήταν 16 ετών, οι άλλοι άνδρες ήσαν 25, 52 και 65 ετών ηλικίας.»
Έκθεση Ebersberger: Είναι περισσότερα από όσα αναφέρει η εμπιστευτική τελική αναφορά του στρατιωτικού τμήματος μάχης. Εφοβόταν ο Διοικητής μήπως κληθεί καμιά φορά σε απολογία; Διότι και σύμφωνα επίσης με το δίκαιο των λαών (διεθνές δίκαιο), που επιτρέπει παρόμοια αντίποινα, ο αριθμός των εκτελεσθέντων εξεπέρασε κατά πολύ, αυτό που και σήμερα ακόμη ισχύει σαν «ανάλογο». Η έκθεση αναφέρει: Κατεστράφησαν 15 χωριά και δυο Μοναστήρια. 674 άνδρες εκτελέστηκαν. Σχεδόν 300 εκατομμύρια δραχμές κατεσχέθησαν – 1550 πρόβατα, 14 βόδια, 27 άλογα, 25 μουλάρια, 27 γαϊδούρια ως λεία – εδιώχθησαν(;).  Η έκθεση δεν αποκρύπτει ότι εγένετο ως επί το πλείστον φιλική υποδοχή στους γερμανούς στρατιώτες. Αλλά αυτό δεν αρκούσε:
Ομιλητής 2: «Ο βαθμός της ετοιμότητος για μια αποτελεσματική αντίσταση του πολιτικού πληθυσμού (των πολιτών) εναντίον των ανταρτών ήταν τόσο μικρός, ώστε παρά τις τόσες πολλές φιλογερμανικές εκδηλώσεις, δεν άξιζε επιεικείας. Όταν κατόπιν εδόθη διαταγή για αυστηροτάτης μορφής μέτρα εξιλασμού, ο αρχηγός και τα στρατεύματα αυτού του μαχητικού τμήματος εκπλήρωσαν όχι μόνον με επίγνωση καθήκοντος αλλά από πλήρη πεποίθηση αυτή τη διαταγή.» Υπογραφή: Εμπερσμπέργκερ, Ταγματάρχης και Αρχηγός (Διοικητής) των μαχητικών τμημάτων.
Τσαπάρας: «Το μεγαλύτερο δράμα, θέλω να πω, άρχισε αμέσως μετά. Ήταν το δράμα των γυναικών. Εκατοντάδες γυναίκες, αθώες γυναίκες με μικρά παιδιά, ορφανών, χωρίς καμιά βοήθεια, απολύτως τίποτα. Εδώ στην Ελλάδα λέμε: και αυτός ο κλέφτης ακόμη αφήνει κάτι πίσω (άθικτο), η φωτιά όμως δεν αφήνει τίποτα. Αυτές οι γυναίκες έπρεπε κατ’ αρχήν να μεταφέρουν τους νεκρούς άνδρες στο Νεκροταφείο. Και αυτό ήταν αρκετά μακριά. Έσυραν τους νεκρούς στο Νεκροταφείο, αλλά δεν είχαν κανένα εργαλείο. (Έτσι χρειάστηκε να σκάψουν με τα χέρια. Με τα νύχια των χεριών τους έξυναν το έδαφος (το χώμα) που είχε παγώσει από τα κρύα του Δεκέμβρη για να μπορέσουν να θάψουν τους νεκρούς». Γηραιές γυναίκες στα Καλάβρυτα (με Γάτα) Σχόλιο: «Μετά τη σφαγή τα Καλάβρυτα έμεινε ένας τόπος των γυναικών και των παιδιών. Στα συντρίμμια προσπάθησαν να επιζήσουν φτιάχνοντας πρόχειρες καλύβες από λαμαρίνες. Βοήθεια δεν υπήρχε καθόλου, ούτε και από το ελληνικό Κράτος. Μόνον αργότερα τους δόθηκε μια μικρή αποζημίωση – μια και μόνη φορά. Από τις πολλές εκατοντάδες χήρες τέσσερις μόνον μπόρεσαν να ξαναπαντρευτούν. Έτσι πέρασαν ένα-δυο χρόνια. Εκτός αυτών πρέπει να ξέρουμε ότι στην Ελλάδα τότε έμελε να διαδραματιστούν ακόμη και άλλα γεγονότα. Ο παγκόσμιος πόλεμος δεν είχε τελειώσει καλά-καλά ακόμη και εμείς είχαμε να ζήσουμε αμέσως μετά το δικό μας εμφύλιο πόλεμο. Μέχρι το 1950 κράτησε περίπου αυτή η κατάσταση. Κατόπιν οργανώθηκε η επανοικοδόμηση, εχτίσαμε καλύτερα, μεγαλύτερα σπίτια και σιγά-σιγά τακτοποιήσαμε πάλι την πόλη. Οι άνδρες των Καλαβρύτων, που είχαν επιζήσει, επειδή για τον ένα ή για τον άλλο λόγο δεν ήσαν στα Καλάβρυτα το Δεκέμβριο του 1945, και τα παιδιά που εν τω μεταξύ είχαν μεγαλώσει – όλοι εμείς ανοικοδομήσαμε σιγά σιγά την πόλη πάλι – και έτσι υπάρχουν τα Καλάβρυτα πάλι, έτσι όπως τα βλέπετε. Οι Καλαβρυτινοί ανοικοδόμησαν πάλι (τα σπίτια, την πόλη τους) σχεδόν χωρίς βοήθεια απ’ έξω. Και από τη Γερμανία ακόμη δεν εδόθηκε επίσημη αποζημίωση. Δεν υπάρχει καμία σύμβαση επανορθώσεως με την Ελλάδα. Οι λίγες δωρεές που έφθασαν στα Καλάβρυτα, ήσαν πενιχρές: λίγα εκπαιδευτικά μέσα για το Σχολείο, λίγα χρήματα για το βάψιμο των τοίχων της εκκλησίας και μια επιδότηση για το χτίσιμο ενός ασύλου υπερηλίκων (Γηροκομείου), που δεν υπάρχει ακόμη».
Πόλκας: «Ο Εμπορικός ακόλουθος της Γερμανικής Πρεσβείας Αθηνών κύριος Ποστ ήλθε μια μέρα εδώ. Είχε μια συζήτηση με τον τότε Δήμαρχο και υπεβλήθησαν μερικές προτάσεις, το θυμάμαι ακόμη καλά γιατί ήμουνα παρών. Εγένετο λόγος για 500 έως 400 αγελάδες (γαλακτοφόρες) που ήθελαν να δώσουν στις οικογένειες των θυμάτων, για ένα Τυροκομείο, και για ένα υφαντήριο έγινε λόγος. Κατόπιν ότι 35 με 40 παιδιά θα πήγαιναν στη Γερμανία σε επαγγελματικές Σχολές. Αργότερα, το Φεβρουάριο 1954. επήραμε ένα γράμμα από τον κ. Ποστ που έγραφε σ’ αυτό: Προς το παρόν προηγείται το πρόγραμμα βοηθείας για τα Ιόνια νησιά – έγιναν σεισμοί εκεί – και έπρεπε να κάνουμε υπομονή μια δυο εβδομάδες ακόμη. Κατόπιν θα ήταν σε θέση να μας ανακοινώσει κάτι το ευχάριστο. Μέχρι σήμερα δεν ακούσαμε τίποτα πλέον ακόμη για το θέμα αυτό. Από καιρού εις καιρό ήλθαν ακόμη και άλλοι Γερμανοί Πρεσβευτές εδώ, ο κύριος Όνκεν και ο κύριος Ζίγκριστ ήλθαν εδώ. Εκάμαμε διάφορες συζητήσεις, καταστρώσαμε διάφορα σχέδια (πλάνα), ανταλλάξαμε απόψεις, αλλά τελικά δεν έγινε τίποτα από όλα αυτά. Μόνο μια πρωτοβουλία υπήρξε πιο επιτυχής. Ο Βουλευτής του Κόμματος SPD στη Βουλή της Κάτω Σαξωνίας Edelgard Schramm Von Thadden εφρόντισε να πάνε περισσότερα από 30 ορφανά παιδιά από τα Καλάβρυτα στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στη Γερμανία και να εκπαιδευτούν σε Σχολές Εμπορικών και Τεχνικών επαγγελμάτων. Από τα 33 παιδιά, που μετέφερε τότε η Κυρία Schramm στη Γερμανία, ένα επέθανε, τρία επέστρεφαν πάλι στα Καλάβρυτα, τα υπόλοιπα ζουν σήμερα στην Αθήνα, δουλεύουν σε υπεύθυνα (ηγετικά) πόστα στη Siemens, Osram, Bayer κλπ. Τα παιδιά και οι οικογένειές τους ωφελήθηκαν απ’ αυτό, όχι τα Καλάβρυτα.» Τα ίχνη του 1943 φαίνονται ακόμη και σήμερα. Τους υπεύθυνους της τότε εποχής δεν μπόρεσαν να τους καλέσουν (να τους σύρουν) να λογοδοτήσουν. Ο Στρατηγός Von Le Suire που διέταξε τότε την «επιχείρηση αντιποίνων», επέθανε στην αιχμαλωσία στη Σοβιετική Ένωση. Ο Ταγματάρχης Ebersberger θεωρείται αγνοούμενος, ο αρχηγός (Διοικητής) του εκτελεστικού αποσπάσματος Τέννερ ή Ντέννερτ, που τον θυμούνται, ακόμη και σήμερα στα Καλάβρυτα σαν τον απάνθρωπο εκτελεστή της Διαταγής του Στρατηγού του 1943, δεν βρίσκεται πουθενά. Αλλά και αν τον εύρισκαν ακόμη – σίγουρα θα τον αθώωνε (θα τον απήλλασε) κάποιο γερμανικό Δικαστήριο.
Ομιλητής: «Εις αυτή την κατάσταση τα αντίποινα ήσαν αναγκαία και επίσης επιτρεπτά μέσα διεθνούς δικαίου, για να αναγκάσουν τους αντιπάλους, τους αντάρτες, για την τήρηση του διεθνούς δικαίου», έγραφε το 1974 η Εισαγγελία του Bochum στην απόφαση αναστολής μιας διερευνητικής (ανακριτικής) διαδικασίας ενός αξιωματικοί που είχε συμμετάσχει στην Επιχείρηση Καλαβρύτων. Επειδή τέτοια αντίποινα επομένως δεν ήσαν αντίθετα προς το διεθνές δίκαιο… και μ’ αυτό όχι παράνομα ποινικώς, η συμμετοχή σ’ αυτά τα αντίποινα, και σε οποιαδήποτε μορφή, δεν ήτο παράνομος.» Εάν τα αντίποινα όμως, κατά την άποψη της Εισαγγελίας, δεν ήσαν και αυτά παράνομα, έπρεπε γι’ αυτό εκ των υστέρων να τα χαρακτηρίσει (να τα

Ό,τι άφησε η καταιγίδα της Βέρμαχτ


Οι Αντιστασιακές οργανώσεις στην Πελοπόννησο

δηλώσει, να τα εξηγήσει) ακόμη και ως αναγκαία; Χρόνο με χρόνο συνέρχονται (συναντώνται) οι οικογένειες στις 15 Δεκεμβρίου στα Καλάβρυτα, για να μνημονεύσουν τους νεκρούς τους. Από καιρό δεν διανοούνται πλέον για τιμωρία των υπευθύνων. Δεν περιμένουν επίσης και καμία υλική αποκατάσταση πλέον. Χαίρονται όμως για κάθε χειρονομία συμπαθείας (συμμετοχής). Επίσημοι αντιπρόσωποι από την Ομοσπονδιακή Γερμανική Δημοκρατία φροντίζουν να μην παρουσιάζονται αυτή την ημέρα στα Καλάβρυτα. Ένας φοιτητής από το Güttingen είχε έλθει μια φορά και ένας Καθηγητής Μαθηματικών από το Tübingen. Για τα γεγονότα του 1943 είχε διαβάσει σε ένα αγγλικό ταξιδιωτικό οδηγό, (και) όχι σε γερμανικό.
Έκθεση Tamaschke: «Φαίνεται να λαμβάνει χώραν μία τερατώδης για μένα (κατά τη γνώμη μου) δίκη απωθήσεως (εκτοπίσεως), που βλάπει εμάς μόνον τους Γερμανούς, σε πρώτη γραμμή βλάπτει, όταν δεν επιφέρει (δεν πορίζεται, δεν ανατρέφει) κανείς τόσο πολύ αίσθημα συμπάθειας. Βλέπω εκεί τη μόνη (τη μεμονωμένη) μοίρα (πεπρωμένο). Εσκοτώθηκαν εκατομμύρια άνθρωποι και ίσως δεν θα πήγαινα ο ίδιος στα Καλάβρυτα, εάν το Oradour και Lidice και άλλοι τόποι όπως το Άουσβιτς ήδη στη Γερμανία δεν είχαν αξιωθεί (τιμηθεί) ανάλογα, αλλά για μένα είναι αβάσταχτη η σκέψη, ότι εδώ ζουν άνθρωποι, που έχουν υποφέρει πολύ, που σκοτώθηκε ο πατέρας τους, τα αδέλφια τους εσκοτώθηκαν, για τους οποίους δεν προσκομίζεται από γερμανικής πλευράς μια συμπάθεια, ότι απλώς ξεχνούν ότι εκατομμύρια (άνθρωποι) ταξιδεύουν στην Ελλάδα, ξαπλώνουν στην παραλία, επισκέπτονται τα αρχαία μνημεία και δεν σκέφτονται (δεν σημειώνουν) ότι εδώ από συμπατριώτες έγιναν τρομερά πράγματα.»
Νεκροταφείο, Γυναίκες: Όχι μόνον στα Καλάβρυτα, στην Ελλάδα κατεστράφησαν 100 χωριά με τον τρόπο αυτό. Τα Καλάβρυτα είχαν μόνον τα περισσότερα θύματα να θρηνήσουν, τα θύματα ήσαν πολίτες, που στον πόλεμο έχουν λιγότερα δικαιώματα από τους στρατιώτες (που βρίσκουν λιγότερο δίκιο). Ήσαν αγρότες και εργάτες (χειρώνακτες, τεχνίτες, έμποροι, ιατροί, δάσκαλοι, μαθητές και φοιτητές. Ήσαν πατέρες οικογενειών και σύζυγοι. Οι γυναίκες αυτές ήσαν νέες όταν τράβηξαν τους άνδρες τους στην εκτέλεση. Σε όλη τους τη ζωή έμειναν χήρες.




Ρωγοί 08.12.1943. Αρχίζει το μακελειό…

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.....
ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ: ΠΩΣ ΑΦΑΝΙΣΑΜΕ ΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΟΜΙΛΕΙ Ο JULIUS WOLFINGER  ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΗΣ UNTERNEHMEN KALAWRYTA

Δεν υπάρχουν σχόλια

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Ακολουθήστε το kalavrytanews.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Ακολουθήστε το ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ-NEWS σε Instagram, Facebook και Twitter.